Menu

Ανθρώπινη Αναπαραγωγή

 

Ανθρώπινη Αναπαραγωγή

Η αναπαραγωγή είναι μια από τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού μας προκειμένου να διαιωνιστεί το είδος. Στο θαύμα αυτό της φύσης συμμετέχουν και τα δύο φύλα. Σε γενικές γραμμές η διαδικασία της σύλληψης είναι γνωστή αλλά η επιστημονική ακρίβεια της γνώσης, είναι απαραίτητη όταν πρόκειται να πάρει κανείς αποφάσεις που θα καθορίσουν τη ζωή του.

Σε αυτήν την ενότητα θα βρείτε όλες τις πληροφορίες που αφορούν την ανθρώπινη αναπαραγωγή καθώς επίσης και την ιστορία της εμβρυολογίας, η εξέλιξη της οποίας έκανε δυνατή την εξωσωματική γονιμοποίηση.

Σημείωση: το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε αντίστοιχο κεφάλαιο από το βιβλίο του Χ. Ε. Καζλαρή «Το χρυσό μου παιδί», καθώς και σε διδακτικές σημειώσεις του ιδίου, με την ιδιότητα του Λέκτορα Εμβρυολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Οι τροποποιήσεις έχουν γίνει από τον συγγραφέα και το κείμενο αναδημοσιεύεται με την άδειά του.

Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο μας.
Μπορείτε να δείτε το σχετικό κεφάλαιο σε pdf εδώ:

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΜΒΡΥΟΛΟΓΙΑΣ & ΑΤΛΑΣ (3.4mb PDF) PDF

Η πρώτη ανθρώπινη αναφορά στη γονιμότητα θεωρείται ότι είναι η «Αφροδίτη του Willendorf», το αρχαιότερο γνωστό αγαλματίδιο εγκύου γυναίκας, που βρέθηκε στο ομώνυμο χωριό της Αυστρίας το 1908 (χρονολογείται στην περίοδο 24000-22000 π.Χ.). Πολύ αργότερα συντάσσονται τα πρώτα ιατρικά κείμενα, όπως ο πάπυρος Ebers (1550 π.Χ.), που θεωρείται το πρώτο γνωστό κείμενο με αναφορές στη γονιμότητα, αν και το κύριο αντικείμενό του είναι άλλο (περιέχει περίπου 800 συνταγές και αναφέρεται σε 700 φαρμακευτικές ουσίες).

Στην αρχαιοελληνική περίοδο, ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (περίπου 570-478 π.Χ.) εξετάζει απολιθώματα και εκφράζει απόψεις για την εξέλιξη της ζωής. Ο ιατρός Ιπποκράτης ο Κώος (460-370 π.Χ.) διατυπώνει πρώτος την αναγκαιότητα της επιστημονικής μεθοδολογίας και καταγράφει συστηματικές καθημερινές παρατηρήσεις της αναπτύξεως ωαρίων (αυγά όρνιθας), ενώ ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) συντάσσει πρώτος συγγράμματα φυσικής ιστορίας και συγκριτικής αναπτυξιακής ανατομικής. Για παράδειγμα, στα «Φυσικά» (350 π.Χ.) διατυπώνει κατ’ ουσίαν την επιγενετική θεωρία (το έμβρυο καθίσταται ολοένα και πιο πολύπλοκο κατά την ανάπτυξή του), θεωρία που έμελλε να αποδειχθεί ορθή μόλις τον 18ο αιώνα από τον Wolff (βλ. κατωτέρω). Ο Αριστοτέλης διατυπώνει επίσης θεμελιώδεις έννοιες της εμβρυολογίας, όπως τους τύπους εμβρυϊκής ανάπτυξης (ωοτοκία, όπου η γέννηση γίνεται από αυγά, όπως στα πτηνά, στα αμφίβια και στα ασπόνδυλα· ωοζωοζοκία, όπου τα αυγά εκκολάπτονται εντός του σώματος, όπως σε ορισμένα ερπετά και στους καρχαρίες· ζωοτοκία, όπου παρατηρείται γέννηση ζώντων νεογνών με πλακούντα, όπως στα θηλαστικά), τους τύπους αυλάκωσης των ζυγωτών (ολοβλαστική, όπως π.χ. στον βάτραχο και στα θηλαστικά, ή μεροβλαστική, όπως π.χ. στα πτηνά), τη λειτουργία του πλακούντα και του ομφαλίου λώρου, και πολλές άλλες. Ο Θεόφραστος από την Ερεσό της Λέσβου (371-287 π.Χ.), μαθητής του Αριστοτέλους, αρχίζει την πρώτη γνωστή συστηματική μελέτη της βοτανικής, ενώ ο Ηρόφιλος από τη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας (περίπου 330-250 π.Χ.), ιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, διενεργεί ανατομές, περιγράφει εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου σώματος (οφθαλμό, εγκέφαλο, καρδιά, αρτηρίες-φλέβες, έντερο, γεννητικά όργανα) και δίδει τα ονόματά τους στον κερατοειδή και τον αμφιβληστροειδή χιτώνα και στο δωδεκαδάκτυλο. Ο Διοκλής ο Καρύστιος (240-180 π.Χ.), ιατρός, εισάγει τον όρο «ανατομία» και γράφει το πρώτο γνωστό σύγγραμμα ανατομικής.

Στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους παρατηρείται κάμψη των επιστημών. Λίγα είναι γνωστά για την πειραματική επιστήμη της εποχής. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι ο Γαληνός (130-200 μ.Χ.) διενεργεί νεκροψίες χοίρων και συγγράφει βιβλίο ανατομικής του ανθρώπου. Ακολουθεί η μεγάλη σκοταδιστική περίοδος κατά την οποία χάνεται η αρχαία γνώση και οι αναφορές σε επιστημονικές παρατηρήσεις παραμένουν διάσπαρτες: για παράδειγμα, ο Mondino De Luzzi (1270-1326) διενεργεί νεκροψίες ανθρώπινων πτωμάτων και ο Guy de Chauliac (1300-1368) δημοσιεύει το πρώτο σύγγραμμα ανατομικής της «νέας» εποχής (“Chirurgia Magna”, 1363).

Στις αρχές της Αναγέννησης η επιστήμη αρχίζει να ανθίζει και πάλι. Ο Leonardo da Vinci (1452-1519), ο σημαντικός αυτός φιλόσοφος, αρχιτέκτων και βιολόγος, που εύλογα θεωρείται ως ο τελευταίος «πανεπιστήμων», διενεργεί τις πρώτες συστηματικές μετρήσεις της αναπτύξεως των ανθρώπινων εμβρύων in vivo, δημοσιεύει μάλιστα και ανατομικούς πίνακες με ρεαλιστικές απεικονίσεις από 30 νεκροψίες που πραγματοποιεί ο ίδιος (Εικ. 25Α). O Βέλγος ανατόμος André Vésale (Vesalius, 1514-1564) θεωρείται πατέρας της σύγχρονης Ανατομικής: διενεργεί συστηματικά νεκροψίες στο Πανεπιστήμιο της Padua και δημοσιεύει, το 1543, το σύγγραμμα “De humani corporis fabrica” (Περί της δομής του ανθρωπίνου σώματος), που από πολλούς θεωρείται το πιο σημαντικό σύγγραμμα της ιατρικής. Ο Ιταλός ανατόμος και εμβρυολόγος Hieronymus Fabricius ab Aquapendente (1553-1619) δημοσιεύει, το 1600, το σύγγραμμα “De Formato Foetu” (Περί του σχηματισμού του εμβρύου), που περιλαμβάνει τις πρώτες ρεαλιστικές απεικονίσεις εμβρύων. Ο Ιταλός ανατόμος Gabriele Fallopio (1523-1562) περιγράφει τον ωαγωγό, που φέρει σήμερα το όνομά του στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία (“fallopian tube”).

Η επιστήμη αρχίζει να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αποδοχή, αλλά παράλληλα αρχίζουν και οι διαμάχες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος από τον μεγάλο Βρετανό ιατρό William Harvey (1578-1657): το 1628 δημοσιεύεται το σύγγραμμά του “Excercitatio Anatomica de Motu Cordis et Sanguinis in Animali” (Περί της ανατομικής της κυκλοφορίας του αίματος στα έμβια) και το 1651 το σύγγραμμα “Exertationes de Generatione Animalium” (Περί της δημιουργίας των εμβίων), στο οποίο διαπιστώνεται η αρχή ότι όλα τα ζώα προέρχονται από ωάρια (“ex ovo omnia” ή “omne vivum ex ovo”). Οι θεωρίες αυτές έρχονται σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, που πίστευε ότι τα υγρά της εμμήνου ρύσεως περιέχουν την ύλη του εμβρύου, στην οποία δίνει μορφή και ψυχή το σπέρμα. Στο δεύτερο βιβλίο του, ο Harvey περιγράφει πρώτος το βλαστόδερμα, την περιοχή του ωαρίου της όρνιθας από την οποία αναπτύσσεται το έμβρυο. Την ίδια περίπου εποχή, ο Ολλανδός φυσιολόγος, ανατόμος και εμβρυολόγος Reinier de Graaf (1641-1673) περιγράφει το ωοθυλάκιο στο κουνέλι (1672), μαζί με τον Niels Steensen (1638-1686). Ο σημαντικός αυτός Δανό ανατόμος ανακαλύπτει επίσης τον πόρο της παρωτίδος, γίνεται μετέπειτα γνωστός ως γεωλόγος (πατέρας της στρωματογραφίας) με το εκλατινισμένο όνομα Nicolaus Steno και τελικώς αποσύρεται από την επιστήμη, αφιερώνεται στην εκκλησία και γίνεται επίσκοπος (αγιοποιήθηκε μάλιστα από τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο Β’ το 1988).

Ο 17ος αιώνας είναι ο αιώνας σημαντικών επιστημονικών επιτευγμάτων. Ένας Ολλανδός έμπορος, ο Zacharias Jansen (1632-1723) μόλις έχει εφεύρει το μικροσκόπιο (1595), συσκευή με την οποία ο Ολλανδός φυσιοδίφης Jan Swammerdam (1637-1680) παρατηρεί τα ερυθρά αιμοσφαίρια, το 1658. Ο Βρετανός φυσιοδίφης Robert Hooke (1635-1703) περιγράφει τα κύτταρα (σε φελλό, το 1663) και εκδίδει, το 1665 τη “Micrographia” (Μικρογραφία), το πρώτο σύγγραμμα ιστολογίας. Ο Ολλανδός έμπορος Antonie Van Leeuwenhoek (1632-1723) τελειοποιεί το μικροσκόπιο του Jansen, αυξάνοντος τη μεγεθυντική του ικανότητα (×300) και εισάγοντας τον κοχλία εστιάσεως. Ο Van Leeuwenhoek περιγράφει πρώτος τα μικρόβια (1674) και μαζί με τον Hamm περιγράφει τα σπερματοζωάρια (1677-1678). Ο de Graaf, που είναι φίλος του, τον εισάγει στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου. Ο Van Leeuwenhoek θεωρεί ότι στο σπερματοζωάριο υπάρχουν μυς και αρθρώσεις που εξασφαλίζουν την κινητικότητα. Σε ένα χαρακτηριστικό και εξαίρετο δείγμα επιστημονικής αμφισβήτησης, ο Van Leeuwenhoek γράφει μια φράση κλειδί, το 1717: “I know very well that there are Universities who do not believe that living creatures are in the male semen; but I do not mind about this, as I know I have the truth.” (Γνωρίζω καλά ότι, σε ορισμένα Πανεπιστήμια, η παρουσία εμβίων όντων στο σπέρμα των αρρένων δεν είναι παραδεκτή. Αυτό όμως δεν με απασχολεί, διότι γνωρίζω ότι κατέχω την αλήθεια.) Οι σύγχρονοί του «σπερματιστές» (με πρώτο τον Nicolas Hartsoeker, το 1694) βλέπουν μέσα στα σπερματοζωάρια μικροσκοπικούς ανθρώπους (Εικ. 25Β), τα «ανθρωπάρια» (“homunculi”: η επικρατούσα άποψη ότι ο Van Leeuwenhoek τα περιέγραψε είναι λανθασμένη). Ο Ιταλός ιατρός και βιολόγος Marcello Malpighi (1628-1694), μαθητής του Γαλιλαίου, θεωρείται ως ο πατέρας της Ιστολογίας. Το 1672 δημοσιεύει την πρώτη μικροσκοπική μελέτη της εμβρυϊκής ανάπτυξης της όρνιθας (στην οποία περιγράφονται η νευρική αύλακα, οι σωμίτες, η κυκλοφορία του αίματος, κ.λπ.) και το 1674 μια συγκριτική περιγραφή των εμβρύων των φυτών και των πτηνών. Αρχίζει μεγάλη θεωρητική διαμάχη μεταξύ των οπαδών της επιγένεσης και των οπαδών του προσχηματισμού. Το 1678, ο Malpighi δημοσιεύει περιγραφή των αδένων και των σπλάγχνων. Την ίδια εποχή, ο Βρετανός μαιευτήρας William Smellie (1697-1763) είναι ο πρώτος που διδάσκει συστηματικά τη Μαιευτική, αποσυνδέοντάς την από τη χειρουργική, επινοεί μαιευτικά εργαλεία και δραστηριοποιείται για την αναγνώριση της ιδιότητας του μαιευτή. Την περίοδο 1752-1754, ο Smellie δημοσιεύει συγγράμματα μαιευτικής με μοναδικής ακρίβειας απεικονίσεις εμβρύων σε πίνακες (“Smellie tables”).

Ο Ιταλός ιερωμένος και βιολόγος Lazzaro Spallanzani (1729-1799) αποδεικνύει, το 1775, ότι σπερματοζωάρια και ωάρια είναι εξ ίσου απαραίτητα για την αναπαραγωγή και λύει έτσι μερικώς τη διαμάχη μεταξύ «ωαριστών» (επιγενετική θεωρία) και «σπερματιστών» (θεωρία του προσχηματισμού). Το 1776, ο Spallanzani, σε ένα καταλυτικό πείραμα, θεμελιώνει την κρυοβιολογία: καταψύχει σπέρμα χρησιμοποιώντας χιόνι και παρατηρεί τη μείωση της κινητικότητος των σπερματοζωαρίων στο ψύχος. Το 1780 πραγματοποιεί και την πρώτη τεχνητή γονιμοποίηση (σπερματέγχυση) στον σκύλο, με τοποθέτηση σπέρματος στον κόλπο του θηλυκού. Λίγα χρόνια αργότερα, η νέα αυτή μέθοδος εφαρμόζεται για πρώτη φορά στον άνθρωπο από τον Βρετανό χειρουργό και ανατόμο John Hunter (1728-1793): το 1791 ο Hunter πραγματοποιεί, στο Λονδίνο, την πρώτη επιτυχή τεχνητή γονιμοποίηση (ομόλογο σπερματέγχυση) σε ασθενή.

Ο Γερμανός ανατόμος, βιολόγος και εμβρυολόγος Kaspar Friedrich Wolff (1733-1794) είναι κατά πολλούς η πιο σημαντική μορφή της επιστήμης της εμβρυολογίας μετά τον Αριστοτέλη. Ο Wolff πρακτικά αποδεικνύει την ορθότητα της επιγενετικής θεωρίας: περιγράφει συστηματικά τα στάδια της εμβρυϊκής αναπτύξεως στα πτηνά και διατυπώνει (1759) την ιδέα της θεωρίας των τριών δερμάτων για τα έμβρυα των σπονδυλωτών στην εργασία του “Theoria generationis” (Θεωρία της δημιουργίας), για την οποία δέχεται αυστηρότατη κριτική από το πανεπιστημιακό κατεστημένο της εποχής. Πράγματι, η θεωρία του προσχηματισμού, εάν ίσχυε, θα έπρεπε να αποκλείει την εξέλιξη των όντων, αφού θα υπήρχε «εγκιβωτισμός» (“emboîtement”) της κάθε γενεάς στην προηγούμενη. Όσοι επέμεναν να «βλέπουν» ανθρωπάρια μέσα στα σπερματοζωάρια, το έκαναν επειδή δεν είχε ακόμη διατυπωθεί η κυτταρική θεωρία, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένα ανυπέρβλητο όριο στον εγκιβωτισμό, το φυσικό μέγεθος των κυττάρων! Ο Wolff απέδειξε αντιθέτως ότι τα αγγεία αναπτύσσονται εκ νέου σε κάθε έμβρυο και ότι το έντερο σχηματίζεται από την πτύχωση ενός αρχικώς επίπεδου ιστού (1767): κατά συνέπεια, η επιγενετική θεωρία ισχύει, το έμβρυο όντως καθίσταται ολοένα και πιο πολύπλοκο καθώς αναπτύσσεται.

Παράλληλα, οι επιστήμονες στράφηκαν και στη μελέτη της εξέλιξης. Ο Γάλλος βιολόγος Jean-Baptiste Pierre Antoine de Monet, Chevalier de Lamarck (1744-1829) υπήρξε ο πρώτος που πρότεινε μια θεωρία της εξέλιξης, τη θεωρία του «μετασχηματισμού» (η εξέλιξη ενός είδους επέρχεται ως «μια νέα ανάγκη που εξακολουθεί να εμφανίζεται»). Σύμφωνα με τη θεωρία του Lamarck (1809), τα επίκτητα χαρακτηριστικά, τα οποία ο οργανισμός αποκτά κατά τη διάρκεια της ζωής του, κληροδοτούνται στους απογόνους του. Η θεωρία αυτή, ως γνωστόν, δεν ισχύει, ενώ αντιθέτως ισχύει η θεωρία της φυσικής επιλογής των Darwin και Wallace, που διατυπώθηκε όμως πολύ αργότερα (βλ. παρακάτω).

Η μελέτη της εμβρυολογίας αρχίζει να γίνεται συστηματική. Ο Γερμανός ιατρός, φυσιολόγος και νευροανατόμος Karl Friedrich Burdach (1776-1847) εισάγει, το 1800, τον όρο “βιολογία”, τον οποίο ο Lamarck αποδέχεται αμέσως. Ο Ελβετός βιολόγος Jean-Louis Prevost (1780-1850) και ο Γάλλος χημικός Jean-Baptiste Dumas (1800-1884) περιγράφουν (1824) την αυλάκωση σε έμβρυα βατράχου Rana esculenta και προτείνουν ότι τα σπερματοζωάρια δεν είναι παράσιτα, αλλά χρήσιμοι παράγοντες για τη γονιμοποίηση. Η ανακάλυψή τους περνά σχεδόν απαρατήρητη. Ο Γερμανός ανατόμος Martin Heinrich Rathke (1793-1860) μελετά την ανάπτυξη πολλών ειδών (βατράχου, σαλαμάνδρας, ιχθύων, πτηνών και θηλαστικών) και παρατηρεί ότι όλα τα σπονδυλωτά εμφανίζουν παρόμοια σχέδια ανάπτυξης. Σημαντική ανακάλυψη του Rathke είναι τα βραγχιακά ή φαρυγγικά τόξα (εξελίσσονται σε βράγχια στους ιχθείς, σε γνάθους και ώτα στα θηλαστικά). Ο Λεττονός ανατόμος Christian Heinrich Pander (1794-1865) μελετά την εμβρυϊκή ανάπτυξη της όρνιθας για μόλις 15 μήνες και ανακαλύπτει τα τρία βλαστικά δέρματα (1817), καθώς επίσης και ότι τα τρία δέρματα δεν δημιουργούν τους ιστούς και τα όργανα ανεξάρτητα, αλλά αντιθέτως, ότι υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους (αυτό το φαινόμενο θα ονομασθεί αργότερα “επαγωγή”).

Πατέρας της σύγχρονης εμβρυολογίας θεωρείται ο Εσθονός εμβρυολόγος Karl Ernst von Baer (1792-1876), μαθητής του Burdach και φίλος των Rathke και Pander. Ο von Baer ανακαλύπτει τη νωτιαία χορδή, η οποία αποτελείται από μεσόδερμα και επάγει τη μετατροπή του εξωδέρματος σε νευρικό ιστό. Επί πλέον, αποδεικνύει την ύπαρξη του ωαρίου στα θηλαστικά, ονομάζει τα κινούμενα κύτταρα του σπέρματος σπερματοζωάρια», διατυπώνει τέσσερις «Αρχές της Εμβρυολογίας» και εισάγει τον κλάδο της συγκριτικής εμβρυολογίας (1837, “Uber die Entwickiunssseschichte der Thiere, Beobachtuns und Reflexion”). Οι τέσσερις θεμελιώσεις αρχές της εμβρυολογίας έχουν ως εξής:

Κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη, τα γενικά χαρακτηριστικά μιας μεγάλης ομάδας ζώων εμφανίζονται νωρίτερα από τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας μικρότερης ομάδας ζώων (για παράδειγμα, τα έμβρυα όλων των σπονδυλωτών διαθέτουν φαρυγγικά τόξα, νωτιαία χορδή, σπονδυλική στήλη και αρχέγονο νεφρό).

  • Τα λιγότερο γενικά χαρακτηριστικά απορρέουν από τα πιο γενικά, έως ότου εμφανισθούν τα πιο ειδικά (για παράδειγμα, η ανάπτυξη των άκρων είναι παρόμοια στην αρχή, τα άκρα εξειδικεύονται αργότερα).
  • Το έμβρυο ενός είδους δεν περνά από τα στάδια ανάπτυξης των κατωτέρων (δηλαδή απλουστέρων) ειδών, αλλά αποκλίνει προοδευτικά από αυτά.
  • Επομένως, το έμβρυο ενός ανωτέρου ζώου δεν μοιάζει ποτέ με ένα κατώτερο ζώο, αλλά με μια πρώιμη μορφή του εμβρύου του: για παράδειγμα, το ανθρώπινο έμβρυο δεν περνά ποτέ από κάποιο στάδιο ώριμου ψαριού, ενώ τα πρώιμα έμβρυα τους είναι παρόμοια.

Η επόμενη μεγάλη καμπή είναι η διατύπωση της κυτταρικής θεωρίας, η οποία αποδίδεται στον Γερμανό ζωολόγο Theodor Schwann (1810-1882), στον Γάλλο βοτανολόγο René Joachim Henri Dutrochet (1776-1847) και στον Γερμανό βοτανολόγο Matthias Jacob Schleiden (1804-1881), ο οποίος μεταξύ άλλων ανακάλυψε την όσμωση. Σύμφωνα με την κυτταρική θεωρία (1839) όλα τα φυτά και τα ζώα αποτελούνται από κύτταρα. Ο Schwann θεωρεί τους πυρήνες ως οριστικό κριτήριο περιγραφής των ζωικών κυττάρων (τους πυρήνες είχε διακρίνει πρώτος ο Βρετανός βοτανολόγος Robert Brown, το 1833). Την ίδια εποχή, οι δύο Βρετανοί βιολόγοι Charles Darwin (Δαρβίνος, 1809-1882) και Alfred Russel Wallace (1809-1882) διατυπώνουν, το 1858, τη «Θεωρία της Φυσικής Επιλογής των Βιολογικών Ειδών». Τα κυριότερα στοιχεία της θεωρίας αυτής βρίσκονται στο πολύκροτο σύγγραμμα “On the Origin of Species” (Περί της καταγωγής των ειδών). Μια από τις πιο σημαντικές ιδέες της δαρβινικής θεωρίας σχετικά με την εμβρυολογία είναι ότι η ομοιότητα των εμβρυϊκών δομών αντικατοπτρίζει την ομοιότητα των προγόνων (“community of embryonic structure reveals community of descent”). Τα παραλειπόμενα της ιστορίας είναι εν πολλοίς γνωστά: το 1858, ο Wallace στέλνει στον Darwin μια μελέτη του, στην οποία περιγράφει τη φυσική επιλογή, χωρίς να γνωρίζει ότι εκείνος ήδη μελετούσε μια παρόμοια θεωρία από εικοσαετίας, απομονωμένος στην έπαυλή του μετά τα ταξίδια του στις νήσους Galapagos, όπου είχε συλλέξει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και χιλιάδες δείγματα. Ο Darwin ολοκληρώνει εσπευσμένα τη δική του μελέτη και παρουσιάζει μια κοινή ανακοίνωση της νέας θεωρίας στη Λινναία Εταιρεία (Linnaean Society) την 1η Ιουλίου 1858.

Στον πειραματικό τομέα, ο σημαντικότατος Πρώσσος ιατρός και ανθρωπολόγος Rudolf Virchow (1821-1902) εδραιώνει την κυτταρική θεωρία, αποδεικνύοντας ότι κάθε κύτταρο προέρχεται από ένα άλλο κύτταρο: είναι η γνωστή αρχή “omnis cellula e cellula”. Ο Virchow διενεργεί, το 1871, μεγάλη έρευνα σε 6,7 εκατομμύρια παιδιά στη Γερμανία, για τη σύγκριση των φυσικών χαρακτηριστικών μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών. Δεν προκύπτουν διαφορές και η έρευνα δεν έχει κοινωνικό αντίκτυπο. O Virchow είναι ο επιστήμονας που αρθρώνει την τελευταία έγκυρη φωνή στη Γερμανία κατά της άποψης ότι υπάρχουν ανθρώπινες «φυλές» (λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το 1883, ο Francis Galton, εξάδελφος του Darwin, επινοεί τον όρο «ευγονισμός», ανοίγοντας τον δρόμο για όλες τις γνωστές αποτρόπαιες συνέπειες της δήθεν εφαρμογής της ευγονικής από τα μετέπειτα ολοκληρωτικά καθεστώτα στη Γερμανία και σε πολλές άλλες χώρες).

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Ελβετός ανατόμος και φυσιολόγος Rudolf Albert von Kölliker (1817-1905) ανακαλύπτει τις περίπλοκες διεργασίες που επιτελούνται στον όρχι και αποδεικνύει ότι τα σπερματοζωάρια είναι η κατάληξη μιας μακράς σειράς διαδοχικών κυτταρικών διαιρέσεων (σπερματογένεση), ενώ ο Ελβετός βοτανολόγος Karl Wilhelm von Nägeli (1817-1891) περιγράφει τις φάσεις της μιτώσεως, σε φυτικά κύτταρα, και διαπιστώνει την ύπαρξη του κυτταροπλάσματος, αποτυγχάνει όμως να αντιληφθεί τη σημασία των νόμων του Mendel (βλ. κατωτέρω) και τη σχέση τους με τα χρωμοσώματα. Η ώρα της γενετικής δεν έχει σημάνει ακόμη: ένας σχεδόν άγνωστος Ελβετός χημικός, ο Johannes Friedrich Miescher (1811-1887) ανακαλύπτει τα νουκλεϊκά οξέα (1871), μακρομόρια τα οποία ουδείς θεωρεί άξια λόγου. Λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα (1865-6), ο Αυστριακός μοναχός και βοτανολόγος Johann Gregor Mendel (1822-1884) διατυπώνει τους νόμους της κληρονομικότητος (“Versuche uber Pflanzenhybriden”). Η ανακάλυψη περνά απαρατήρητη από τον von Nägeli και τους άλλους ειδικούς της εποχής. Δεκαετίες αργότερα (1900), ο Ολλανδός βοτανολόγος και γενετιστής Hugo de Vries (1848-1935) ανακαλύπτει και ερμηνεύει εκ νέου τους νόμους του Mendel, εισάγει μάλιστα και την έννοια της μεταλλάξεως. Σημειωτέον ότι παράλληλα και ανεξάρτητα, οι νόμοι του Mendel ανακαλύπτονται από τον Γερμανό βοτανολόγο Karl Erich Correns (1864-1933) και τον Αυστριακό αγρονόμο Erich Tschermak von Seysenegg (1872-1962).

Τα τμήματα της σύγχρονης βιολογίας αρχίζουν να συνθέτουν τη σημερινή, γνώριμη πλέον εικόνα: ο Γερμανός βιολόγος και ανατόμος Heinrich Wilhelm von Waldeyer (1836-1921) εισάγει τον όρο «χρωμόσωμα» το 1888 (η πρώτη ανακοίνωση για αυτά τα «σώματα που χρωματίζονται» είναι του F. Schneider, 1873. “Untersuchungen über Plathelminthen.” Oberhessischen Gesellschaft für Natur und Heilkunde 14:69-140). Ο Γερμανός βιολόγος Oskar Hertwig (1849-1922) ανακαλύπτει τους προπυρήνες στα γονιμοποιημένα ωάρια (1875), ενώ ο Ελβετός βιολόγος Herman Fol (1845-1892), ανεξάρτητα από τον Hertwig, παρατηρεί (1879) τη διείσδυση του σπερματοζωαρίου. Ο Βέλγος ζωολόγος Édouard van Beneden (1846-1910) και ο Γερμανός βιολόγος Theodor Boveri (1862-1915) περιγράφουν (1883) την πλοειδία και τη σειρά των σταδίων της μειώσεως. Ο Γερμανός ανατόμος Walther Flemming (1843-1905) χρησιμοποιεί χρωστικές για τη μελέτη των κυττάρων και εισάγει όρους που χρησιμεύουν ακόμη και σήμερα (χρωματίνη, μίτωση, αστέρας…).

Ο Γερμανός φυσιολόγος Johannes Müller (1801-1858), ο οποίος ασχολήθηκε κυρίως με τη νευροφυσιολογία, θεωρείται ως ο πιο σημαντικός φυσιολόγος του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Ένας από τους μαθητές του έμελλε να γράψει ιστορία: ο Γερμανός εξελικτικός βιολόγος και εμβρυολόγος Ernst Heinrich Haeckel (1834-1919, μαθητής των von Kölliker, Müller, Virchow και δάσκαλος των Driesch, Leydig, Hertwig, Roux κ.λπ.), δεχόμενος ισχυρή επιρροή από τον Darwin, αποδέχεται τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά διατηρεί επιφυλάξεις ως προς την ορθότητα της φυσικής επιλογής. Η πιο διάσημη άποψή του είναι ότι «η οντογένεση ανακεφαλαιώνει τη φυλογένεση», ενώ εισήγαγε και τον όρο «οικολογία». Ο λεγόμενος αυτός «Νόμος της Βιογενετικής» (1866), εάν ίσχυε, θα σήμαινε ότι το έμβρυο επαναλαμβάνει τα στάδια της εξέλιξης κατά την ανάπτυξή του. Έπεται μεγάλη διαμάχη με τον Virchow, ο οποίος δεν πίστευε στη δαρβινική θεωρία. Ο Haeckel, προκειμένου να εδραιώσει την άποψή του, παραποιεί σκοπίμως σχέδια πρώιμων εμβρύων σε συγκριτικούς πίνακες, αφήνοντας πίσω του το πρώτο γνωστό μελανό παράδειγμα επιστημονικής απάτης. Αργότερα, οι θεωρίες του για τη βάση της εξέλιξης του ανθρώπου σε φυλές χρησιμοποιήθηκαν ως το ψευδο-επιστημονικό υπόβαθρο του Ναζισμού.

Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ανακαλύψεις φαίνονται ανεξάντλητες: ο Ιταλός φυσιολόγος και ιστολόγος Enrico Sertoli (1842-1910) ολοκληρώνει την τελική διατύπωση όλων των φάσεων της σπερματογενέσεως, ενώ ο Γερμανός ζωολόγος και συγκριτικός ανατόμος Franz von Leydig (1821-1908) περιγράφει το κύτταρο που φέρει το όνομά του και εκκρίνει τεστοστερόνη. Είναι άξιο περιέργειας ότι η γαλλική σχολή της εποχής, αν και εξαιρετικά ανεπτυγμένη σε άλλους τομείς, δεν εκδηλώνει κανένα σχεδόν ενδιαφέρον για την αναδυόμενη κυτταρική και αναπτυξιακή βιολογία. Για παράδειγμα, ο φυσιολόγος Claude Bernard (1813-1878), πατέρας της Πειραματικής Φυσιολογίας (με το πασίγνωστο σύγγραμμά του “Introduction à l’étude de la médecine expérimentale”, 1865), ουδέποτε ασχολήθηκε με την αναπαραγωγή. Το ίδιο και ο πολυτάλαντος χημικός Louis Pasteur (1822-1895), ο οποίος, ως γνωστόν, άφησε τεράστιο και πολύπλευρο έργο πίσω του σε άλλους τομείς: στην κρυσταλλογραφία, με την οποία έθεσε τις βάσεις της στερεοχημείας, εδραιώνοντας την άποψη ότι η μοριακή ασυμμετρία είναι χαρακτηριστικό της οργανικής ύλης, στη ζύμωση, με την ανακάλυψη της αναερόβιας ζωής, στην τεχνική της παστερίωσης (ο Pasteur απέδειξε, το 1862, ότι η θεωρία της αυτόματης δημιουργίας ήταν λάθος: η αποστείρωση με βρασμό καταργεί την ανάπτυξη των μικροοργανισμών, κάτι που ο Spallanzani είχε ήδη επιτύχει, χωρίς να γίνει πιστευτός στην εποχή του), ή ακόμη στη θεωρία της μικροβιακής προελεύσεως των λοιμωδών νοσημάτων (από το 1865 και τον πρώτο εμβολιασμό ανθρώπου με το αντιλυσσικό εμβόλιο έως τη δημιουργία του Ινστιτούτου Pasteur, το 1886).

Η εμβρυολογία παραμένει εν πολλοίς «γερμανική υπόθεση». Ο Γερμανός εξελικτικός βιολόγος August Friedrich Leopold Weismann (1834-1914) εισάγει τη θεωρία του νεοδαρβινισμού, γνωστή ως «συνθετική» θεωρία, στην οποία διατυπώνεται για πρώτη φορά η σχέση της βιολογίας με τη γενετική (1882-1883): η φυσική επιλογή δρα σε απόκρυφα στοιχεία των γεννητικών κυττάρων, ενώ όλες οι μεταβολές που οφείλονται στο περιβάλλον είναι παροδικές και χάνονται με τον θάνατο του ατόμου. Η κληρονομικότητα οφείλεται σε ουσίες με ειδική δομή, που βρίσκονται στον πυρήνα των γεννητικών κυττάρων, τα οποία είναι δυνητικώς «αθάνατα» και είναι τα μόνα που μεταφέρουν την κληρονομικότητα. Η πειραματική απόδειξη της θεωρίας του Weismann αποτελεί υπόδειγμα, που διδάσκεται ακόμη και σήμερα σε όλα τα συγγράμματα βιολογίας: η αποκοπή της ουράς 901 ποντικών επί 19 διαδοχικές γενεές οδηγεί στην παρατήρηση ότι μέχρι και η τελευταία γενεά διαθέτει ουρές του ιδίου μήκους με την αρχική. Η συνθετική θεωρία έχει ως άμεση επίπτωση την υποχρεωτική διάκριση μεταξύ σωματικών κυττάρων (“soma”) και γεννητικών κυττάρων (“germen”). Απορρίπτονται έτσι οριστικά οι απόψεις του Lamarck περί κληρονομικότητος των επίκτητων χαρακτηριστικών. Σήμερα, βάσει αυτών των απόψεων, διαχωρίζουμε δύο σειρές χαρακτηριστικών για το κάθε είδος: τον «φαινότυπο» (εκδηλούμενη εμφάνιση, ενδεχομένως επίκτητη) και τον «γονότυπο» (γενετικό υλικό που αποτελεί τη βάση της κληρονομικότητος). Οι απόψεις του Weismann οδηγούν στην εκ νέου ανακάλυψη των νόμων του Mendel, τους οποίους ο ίδιος δεν γνώριζε.

O σημαντικός Γερμανός ανατόμος και εμβρυολόγος Wilhelm Roux (1850-1924) εισάγει την «παρεμβατική» ή «πειραματική» εμβρυολογία: η πειραματική παρέμβαση στην εμβρυϊκή ανάπτυξη παρέχει πληροφορίες για τις φυσιολογικές αναπτυξιακές διεργασίες. Ο Roux διεξάγει, το 1888, ένα σημαντικό πείραμα καταστροφής ενός από τα δύο πρώτα βλαστομερίδια εμβρύου βατράχου και παρατηρεί ότι αναπτύσσεται μόνον ένα ημι-έμβρυο. Ο Roux συμπεραίνει, σύμφωνα με την υπόθεση του Weismann, υπάρχει προκαθορισμός των δύο βλαστομεριδίων. Η ερμηνεία είναι λάθος, διότι στην πραγματικότητα υπάρχει επαγωγή από εναπομείναντα στοιχεία του νεκρού κυττάρου, όπως αποδεικνύεται από τον J. F. McClendon το 1910: ο διαχωρισμός των δύο βλαστομεριδίων οδηγεί σε πλήρη ανάπτυξη δύο χωριστών εμβρύων. Έρχεται πλέον η ένδοξη περίοδος της πειραματικής εμβρυολογίας (ή της «αναπτυξιακής μηχανικής» (Entwicklungsmechanik), θεμελιωτές της οποίας θεωρούνται ο Roux και ο Γερμανός βιολόγος και μορφολόγος Hans Driesch (1867-1941). Ο Driesch, με ένα καθοριστικό πείραμα απομόνωσης των βλαστομεριδίων εμβρύου αχινού (1892), αποδεικνύει ότι το εξελικτικό δυναμικό του βλαστομεριδίου είναι μεγαλύτερο από τον εμβρυολογικό προκαθορισμό του, άρα, ο πυρήνας του πρέπει να αλληλεπιδρά με το κυτταρόπλασμα. Σύμφωνα με το πείραμα αυτό, κάθε βλαστομερίδιο αναπτύσσεται σε πλήρη προνύμφη, αν και μικρότερη της φυσιολογικής, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ανάπτυξη υπόκειται σε ρύθμιση. Μην μπορώντας να αποδείξει ποιες φυσικές δυνάμεις καθοδηγούν την ανάπτυξη, ο Driesch διακόπτει τον πειραματισμό, γίνεται καθηγητής φιλοσοφίας και ασπάζεται την Αριστοτελική άποψη περί «ενδελέχειας» (ότι δηλαδή κάποια «εσώτερη ζωτική δύναμη» καθοδηγεί την ανάπτυξη των εμβρύων). Αν και δεν ήταν Εβραίος, ο Dreisch υπήρξε ένας από τους πρώτους επιστήμονες που υποχρεώθηκαν σε παραίτηση όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία.

Η πειραματική εμβρυολογία φθάνει στο απόγειό της με το έργο του Γερμανού βιολόγου Hans Spemann (1869-1941) και της βοηθού του Hilde Proescholdt-Mangold (1898-1924). Η μελέτη των μηχανισμών αναπτύξεως του εμβρύου αμφιβίων οδηγεί στην απόδειξη του φαινομένου της επαγωγής και τη διατύπωση της έννοιας του οργανωτή το 1924. Η Hilde Mangold διενεργεί το κρίσιμο πείραμα μεταμόσχευσης ραχιαίου ιστού από ένα έμβρυο σαλαμάνδρας σε άλλο: η μεταμόσχευση προκαλεί την ανάπτυξη δεύτερου, σιαμαίου εμβρύου. (Spemann, Η. Mangold, Η. Über Induktion von Embryonalanlagen durch Implantation artfremder Organisatoren. Arch. mikr. Anat. und Entw. mech. 100:599-638). Για την εργασία αυτή, ο Spemann βραβεύεται το 1935 με το βραβείο Nobel Ιατρικής & Φυσιολογίας. Όπως έχει δυστυχώς συχνά συμβεί στην ιστορία της επιστήμης, η πρώτη απόδειξη της επαγωγής ανήκει στην Αμερικανίδα βιολόγο Ethel Browne Harvey (1885-1965), η οποία, το 1909, είχε μεταμοσχεύσει ιστό από την περιοχή του υποστόματος της ύδρας στον κορμό μιας άλλης ύδρας και είχε παρατηρήσει αναγέννηση δεύτερου οργανισμού στη θέση μεταμόσχευσης. Η μεθοδολογία της Harvey ήταν ίδια με εκείνη των Spemann και Mangold, όπως και το αποτέλεσμα, αν και η παρατήρηση είχε γίνει σε ασπόνδυλο οργανισμό. Μάλιστα η Harvey, έχοντας επίγνωση της σημασίας του ευρήματος, είχε αποστείλει τη δημοσίευσή της στον Spemann, αλλά η μελέτη αυτή αποσιωπήθηκε πλήρως και δεν βραβεύθηκε από την επιτροπή των βραβείων Nobel (Biol. Bull. 181:72-80).

Αν εξαιρέσει κανείς αυτές τις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας και πέρα από τις μεγάλες ανακαλύψεις του, ο Spemann έχει προσφέρει στην εμβρυολογία αμέτρητες τεχνικές και εργαλεία εμβρυϊκής μικροχειρουργικής. Ήδη από το 1896, απομονωμένος σε σανατόριο για αποθεραπεία από φυματίωση, διαβάζει το βιβλίο του August Weismann και ενθουσιάζεται από την εμβρυολογία. Κατά την περίοδο 1901-1903 χρησιμοποιεί τρίχες από τα μαλλιά της νεογέννητης κόρης του για να διαχωρίσει τα δύο πρώτα βλαστομερίδια εμβρύων σαλαμάνδρας. Όταν η περίσφιξη είναι πλήρης, παράγονται δύο πλήρεις δίδυμοι οργανισμοί: καταπίπτει επομένως η θεωρία του Weismann, σύμφωνα με την οποία τα κύτταρα χάνουν τη γενετική πληροφορία σε κάθε μίτωση. Όταν η περίσφιξη είναι μερική, παράγονται δύο σιαμαία έμβρυα: καταφέρεται έτσι το τελικό κτύπημα στη θεωρία του προσχηματισμού. Ωστόσο, αν το επίπεδο της πρώτης μίτωσης (άρα και της περίσφιξης) χωρίζει τον ζυγώτη σε ραχιαία και κοιλιακή πλευρά, μόνον η ραχιαία πλευρά αναπτύσσεται σε πλήρες έμβρυο: άρα, τα κύτταρα καθορίζονται (διαφοροποιούνται) σε κάποια χρονική στιγμή της ανάπτυξης. Την περίοδο 1920-30, ο Spemann μεταφέρει τον πυρήνα ενός βλαστομεριδίου από έμβρυο 16 κυττάρων σε ένα εκπυρηνισμένο βλαστομερίδιο: η κατασκευή εξελίχθηκε σε φυσιολογική σαλαμάνδρα και είχε πραγματοποιηθεί η πρώτη πυρηνική κλωνοποίηση. Το 1936, στο βιβλίο του για την εμβρυϊκή ανάπτυξη και την επαγωγή (“Experimentelle Beiträge zu einer Theorie der Entwicklung”, Springer), ο Spemann προτείνει και το «φανταστικό πείραμα» της κλωνοποίησης ανώτερου οργανισμού από διαφοροποιημένο κύτταρο, ή και ακόμη και από κύτταρο του ενήλικα. Η σχετική τεχνολογία δεν υπήρχε τότε, αλλά αυτό έκτοτε έχει επιτευχθεί από κύτταρο εμβρύου στον βάτραχο (Robert Briggs και Thomas King, 1952) και στα ανώτερα θηλαστικά (Steen Willadsen σε πρόβατο και αγελάδα, το 1984 και 1985 αντίστοιχα). Το πιο πρόσφατο επίτευγμα, με το οποίο ανοίγει και ο δρόμος για πολύ σημαντικές εφαρμογές της πειραματικής εμβρυολογίας στον 21ο αιώνα, είναι η κλωνοποίηση του προβάτου Dolly από κύτταρο ενηλίκου (Ian Wilmut και Keith Campbell, 1995).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ανακαλύπτονται οι ορμόνες του εμμήνου κύκλου και η σχέση τους με την ωοθυλακιορρηξία. Μεγάλο μέρος του έργου αυτού οφείλεται στον Γερμανό βιοχημικό Adolf Frederick Johann Butenandt (1903-1995), ο οποίος περιγράφει τη χημική δομή και τη σύνθεση της οιστρόνης (1929), της ανδροστερόνης (1931) και της τεστοστερόνης (1934), βραβεύεται μάλιστα με το βραβείο Nobel Χημείας το 1939, μαζί με τον Leopold Ruzicka (η ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας τού απαγορεύει να το δεχθεί και το παραλαμβάνει μεταπολεμικώς, το 1949).

Ο 20ός αιώνας σημαδεύεται όμως και από ραγδαία εξέλιξη του τομέα της γενετικής. Ο Βρετανός βιολόγος και γενετιστής William Bateson (1861-1926) περιγράφει τη γενετική σύζευξη και αποδέχεται πρώτος τους Νόμους του Mendel όταν ανακαλύπτονται εκ νέου. Ο Bateson εισάγει τον όρο «γενετική» το 1909, αλλά και τους όρους «αλληλόμορφο», «ζυγώτης» κ.λπ., ενώ αποδέχεται τη χρωμοσωματική θεωρία μόλις το 1922, μετά από μια επίσκεψη στο εργαστήριο του Αμερικανού βιολόγου και γενετιστή Thomas Hunt Morgan (1866-1945). Μαζί με τον Bateson, ο Morgan θεωρείται θεμελιωτής της σύγχρονης γενετικής. Αν και αρχικώς είναι πολέμιος της φυσικής επιλογής και της χρωμοσωματικής θεωρίας της κληρονομικότητος, μέχρι το 1910, ανακαλύπτει τον γενετικό ανασυνδυασμό (crossing over) μεταξύ δύο ομολόγων χρωμοσωμάτων στη μύγα Drosophila melanogaster, επινοεί τη χαρτογράφηση των χρωμοσωμάτων, συμπεραίνει ότι τα γονίδια ακολουθούν το ένα το άλλο πάνω στα χρωμοσώματα, και αποδεικνύει ότι η ποικιλομορφία οφείλεται σε μεταλλάξεις. Συμπορεύεται για λίγα χρόνια με το κίνημα του ευγονισμού (1910-1920), από το οποίο τελικώς αποχωρεί. Ο Morgan βραβεύεται το 1933 με το βραβείο Nobel Ιατρικής και Φυσιολογίας για την ανακάλυψη του ρόλου των χρωμοσωμάτων στην κληρονομικότητα. Ο Ρωσικής καταγωγής βιολόγος και γενετιστής Theodosius Dobzhansky (1900-1975), ο οποίος μεταναστεύει στις Η.Π.Α. το 1927, γίνεται συνεργάτης του Morgan και αποκτά την αμερικανική ιθαγένεια, στο βιβλίο του (“Genetics and the Origin of Species”, 1937) συνδέει την εξέλιξη με τις γενετικές μεταλλάξεις. Ο Αμερικανός μικροβιολόγος Oswald Theodor Avery (1877-1955) αποδεικνύει, το 1944, ότι το DNA είναι το γενετικό υλικό των κυττάρων: οι μολυσματικές ιδιότητες μεταφέρονται από έναν πνευμονιόκοκκο σε άλλον μέσω της μεταφοράς DNA. Ο Αυστριακός χημικός Erwin Chargaff (1905-2002) μεταναστεύει στη Νέα Υόρκη το 1935 και διατυπώνει τους κανόνες της αναλογίας νουκλεοτιδίων στο DNA το 1950. To 1952 συναντά στο Cambridge τον James Dewey Watson (1928-) και τον Francis Harry Compton Crick (1916-2004) και τους εκθέτει τα ευρήματά του, βάσει των οποίων εκείνοι ανακαλύπτουν τη στερεοχημική δομή του DNA σε διπλή έλικα, το 1953. Η ανακάλυψη αυτή θεωρείται από πολλούς ότι έχει τη σημασία της ανακάλυψης των νόμων της βαρύτητας και δικαίως βραβεύεται με το βραβείο Nobel το 1962. Ωστόσο, δεν βραβεύονται ούτε η Rosalind Franklin, η οποία παρείχε τα κρυσταλλογραφικά δεδομένα που δημοσιεύθηκαν ταυτόχρονα με τη μελέτη των Watson και Crick, ούτε ο Erwin Chargaff, ο οποίος ουσιαστικά τους άνοιξε τον δρόμο. Μόλις μισόν αιώνα αργότερα, στις ημέρες μας, έχει ήδη αναλυθεί σχεδόν πλήρως ολόκληρο το ανθρώπινο DNA (στο πλαίσιο του παγκόσμιου ερευνητικού προγράμματος «ανθρώπινο γονιδίωμα»), αλλά και το γονιδίωμα πολλών άλλων οργανισμών. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για συγκριτικές μελέτες, οι οποίες ήδη αρχίζουν να φωτίζουν τους μοριακούς μηχανισμούς της εξέλιξης των ειδών.

Από τη μεταπολεμική αυτή εποχή και μετά, ορισμένοι θεώρησαν ότι η εμβρυολογία έχει ενταχθεί και «ανήκει» πλέον στη γενετική. Η λανθασμένη αυτή άποψη αλλάζει στις μέρες μας, κυρίως με την επάνοδο στο προσκήνιο των μικροχειρισμών, που οδήγησαν στην εξωσωματική γονιμοποίηση και στην κλωνοποίηση. Στην πραγματικότητα, οι σκέψεις αυτές είναι πολύ παλαιότερες της σημερινής γενετικής. Πράγματι, πρώτος ο Schenk (1880) είχε αποπειραθεί να γονιμοποιήσει ωάρια in vitro (στο κουνέλι), χωρίς επιτυχία, ενώ ο Heape (1890) πραγματοποίησε την πρώτη εμβρυομεταφορά στο ίδιο πειραματόζωο. Το 1912 οι Mark και Long προσπαθούν να καλλιεργήσουν ωάρια ποντικού, ενώ η αυλάκωση εμβρύων κουνελιού in vitro επιτυγχάνεται το 1929 (Lewis, Gregory). Η καλλιέργεια εμβρύων επίμυος (Defrise 1933), μακάκου Rhesus (Lewis, Hartman, 1933) μέχρι τα 8 κύτταρα, δημιούργησε ελπίδες για επιτυχή εξωσωματική γονιμοποίηση ωαρίων ποντικού (Lewis, Wright, 1935) και ανθρώπου (Pincus, 1939). Οι προσπάθειες αυτές απέβησαν άκαρπες, μέχρι το 1944, οπότε καταγράφεται (Rock, Menkin) η πρώτη επιτυχής εξωσωματική γονιμοποίηση ανθρώπινου ωαρίου (και διαίρεση σε 2 κύτταρα). Το 1949 ανακοινώνεται η πρώτη παρατήρηση της αυλάκωσης in vitro εμβρύων ποντικού (Hammond) και κουνελιού μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση (Chang), ενώ η αυλάκωση in vitro εμβρύων αγελάδος μέχρι τα 24 κύτταρα παρατηρείται το 1951 (Pincus).

Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα, η βελτίωση των καλλιεργητικών μέσων είναι διαρκής. Οι πρώτες απόπειρες καθορισμού των αναγκών του εμβρύου in vitro έγιναν το 1956 (Whitten) και μόλις το 1963 ο Brinster επιτυγχάνει την καλλιέργεια εμβρύων ποντικού (μέχρι του σταδίου της βλαστοκύστης), σε χημικώς καθορισμένο μέσον. Στη συνέχεια, πάμπολλοι σύγχρονοί μας ερευνητές ασχολούνται με το θέμα αυτό (Biggers, Brinster, Bavister, Chang, Daniels, Edwards, Hafez, Wales, Whitten, Whittingham, Yanagimachi) και αναπτύσσουν μέσα για την καλλιέργεια εμβρύων πολλών θηλαστικών. Ένας εξ αυτών, ο Robert G. Edwards, έμελλε να γίνει ο πιο διάσημος βιολόγος της εποχής του, όταν ανακοίνωνε, στις 25 Ιουλίου του 1978, τη γέννηση της Louise Brown, του πρώτου «παιδιού του σωλήνα», στην Αγγλία, από κοινού με τον χειρουργό μαιευτήρα Patrick Steptoe και τη μαία Jane Purdie (Εικ. 26).

Το επίτευγμα αυτό θα ήταν αδύνατο χωρίς την ανάπτυξη της λαπαροσκοπικής χειρουργικής (Kelling, Jacobeus που εισήγαγε τη γυναικολογική θέση trendelenburg), απόρροια η ίδια διαφόρων άλλων τεχνολογικών επιτευγμάτων που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα, όπως είναι η επινόηση της ψυχρής φωτεινής πηγής (Hopkins), ή η θεαματική βελτίωση των αναισθητικών μεθόδων και των χειρουργικών εργαλείων. Οι παλαιότεροι ενθυμούνται ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση, στις πρώτες ημέρες της, προϋπέθετε μια λαπαροσκοπική επέμβαση για τη συλλογή των ωαρίων, ότι δεν υπήρχαν φάρμακα για τη διέγερση της ωοθηκικής λειτουργίας, ενώ δεν υπήρχε τρόπος να προγραμματισθεί η ωοθυλακιορρηξία, με συνέπεια ολόκληρη η ιατροβιολογική ομάδα να πρέπει να αναμένει επί ώρες την κατάλληλη στιγμή της ωοληψίας. Σημειωτέον ότι η ίδια η υπερηχοτομογραφία εισήχθη, ως τεχνική, μόλις το 1958 (Donald), η δε διακολπική παραλλαγή της μια δεκαετία αργότερα (Kratochwil, 1967), ενώ η εφαρμογή της διακολπικής τεχνικής στην ωοληψία χρονολογείται μόλις στα 1983 (Wikland, Fertil Steril 39:603).

Έκτοτε, οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες: στον τομέα της κρυοβιολογίας, η πρώτη γέννηση από κρυοσυντηρημένο έμβρυο επιτυγχάνεται το 1983 (Trounson), το 1984 (Renard, Testart) εισάγεται η χρήση της προπανδιόλης ως κρυοπροστατευτικού μέσου, το 1985 (Cohen) ανακοινώνεται η πρώτη επιτυχής κατάψυξη ανθρώπινης βλαστοκύστεως και το 1986 (Lassalle) η πρώτη επιτυχής κατάψυξη ανθρώπινου ζυγώτη (στάδιο προπυρήνων). Στον τομέα της αντιμετώπισης του ανδρικού παράγοντα υπογονιμότητος, προτείνονται μέθοδοι μικροκαλλιέργειας (Ord, 1990), και σημειώνεται επανάσταση όταν ανακοινώνεται η επιτυχής μικρογονιμοποίηση με ενδοωαριακή έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI) το 1992 (Palermo) και οι παραλλαγές της, MESA (Silber & Asch, 1992) και TESE (Schoyssman, 1993). Ο ανδρικός παράγων υπογονιμότητος θεωρείται ότι έχει πρακτικά εξαλειφθεί, μετά την ανακοίνωση της χρήσης σπερματίδων στη μικρογονιμοποίηση (Fishel, Tesarik, 1995). Παράλληλα, αναπτύσσονται νέες τεχνολογίες, εκ των οποίων οι πλέον σημαντικές θεωρούνται η απομόνωση σειρών βλαστικών εμβρυϊκών κυττάρων (Evans & Kaufman, 1981), η κατασκευή διαγονιδιακών ζώων (Gordon, Brinster, Palmiter, 1983), η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (Handyside, 1989), καθώς και η υποβοηθούμενη εκκόλαψη και η μετάγγιση κυτταροπλάσματος ωαρίου (Cohen, 1999). Ένα τελευταίο σημαντικό επίτευγμα, το οποίο, σε συνδυασμό με την αυξημένη βιολογική τεχνογνωσία, έχει επιτρέψει τη σταθεροποίηση των ποσοστών επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης σε υψηλά επίπεδα την τελευταία οκταετία, είναι η κατασκευή συνθετικών γοναδοτροπινών, μέσω της τεχνολογίας του ανασυνδυασμένου DNA.

Σήμερα πια, ο γυναικολόγος και ο εμβρυολόγος διαθέτουν μια πανοπλία μεθόδων για την κλινική αντιμετώπιση της υπογονιμότητος (ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή), ενώ παράλληλα η βασική έρευνα στην εμβρυολογία αναμένεται να φέρει και νέα επανάσταση: τη γενίκευση της χρήσεως των εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων στην ιατρική του 21ου αιώνα για τη θεραπεία δεκάδων παθήσεων, μέχρι σήμερα ανίατων, αλλά και για την αναδυόμενη αναγεννητική ιατρική (δηλαδή τη δημιουργία ιστών και οργάνων από βλαστικά κύτταρα για αυτόλογη χρήση). Η εμβρυολογία, σε συνδυασμό με τη σύγχρονη γενετική και την αναπτυξιακή βιολογία, βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καμπή της ιστορίας της, αφού σύντομα αναμένεται να εξελιχθεί στο κεντρικό επιστημονικό υπόβαθρο της βιοϊατρικής του μέλλοντος.

Είναι γνωστά στο σύνολό τους ως αιδοίο. Αποτελούνται από:

  • Το εφήβαιο, ή όρος της Αφροδίτης, το οποίο είναι έπαρμα του δέρματος που καλύπτεται από χαρακτηριστικό τρίχωμα.
  • Τα μεγάλα χείλη, τα οποία είναι δύο εξωτερικές πτυχές δέρματος που περιβάλλουν το άνοιγμα του κόλπου.
  • Τα μικρά χείλη, που παριστούν δύο μικρότερες πτυχές και βρίσκονται εσωτερικά των μεγάλων χειλέων.
  • Την κλειτορίδα, η οποία βρίσκεται στο σημείο που ενώνονται τα άνω άκρα των μικρών χειλέων. Η κλειτορίδα είναι μικρό όργανο με στυτικό ιστό, όπως το πέος.
  • Τον πρόδομο του κόλπου. Παριστά χώρο, στον οποίο εκβάλλουν: η ουρήθρα, ο κόλπος και τα στόμια των βαρθολινείων και παραουρηθρικών αδένων.
  • Τους βαρθολίνειους αδένες. Μικρού μεγέθους αδένες, που βρίσκονται όπισθεν των μικρών χειλέων και εκκρίνουν βλέννα για τη διευκόλυνση της σεξουαλικής επαφής.
  • Τους παραουρηθρικούς αδένες (ονομάζονται και αδένες του Skene) που εκβάλλουν στον πρόδομο του κόλπου.

Μεταξύ κλειτορίδας και στομίου του κόλπου, βρίσκεται το έξω στόμιο της ουρήθρας.

Τα εσωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας
Τα εξωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας (τροποποιημένη από R. Netter).

Ο κόλπος είναι ένας ινομυώδης σωλήνας που υποδέχεται το πέος κατά τη σεξουαλική επαφή. Έχει μήκος περίπου 7,5-9 cm και βρίσκεται μεταξύ ουροδόχου κύστης και εντέρου. Το τοίχωμά του παρουσιάζει πτυχές, για να εκτείνεται κατά τη σεξουαλική επαφή. Στο άνω μέρος του (θόλος), προβάλλει ο τράχηλος της μήτρας, ενώ το κάτω μέρος του καταλήγει στο αιδοίο.

Μετά την εκσπερμάτιση, το σπέρμα συγκεντρώνεται στον θόλο του κόλπου. Ο κόλπος αποτελεί “διάδρομο” για τη ροή του αίματος της εμμήνου ρύσεως και την έξοδο του εμβρύου κατά τον τοκετό. Ο κόλπος καλύπτεται από πλακώδες επιθήλιο. Το επιθήλιο του κόλπου περιέχει μεγάλες ποσότητες γλυκογόνου. Οι γαλακτοβάκιλοι που αποτελούν τη φυσιολογική μικροβιακή χλωρίδα μεταβολίζουν το γλυκογόνο σε γαλακτικό οξύ και δημιουργούν το όξινο pH του κόλπου. Το όξινο περιβάλλον μειώνει την εμφάνιση των παθογόνων μικροοργανισμών που δημιουργούν τις κολπίτιδες.

Το κολπικό έκκριμα συμπληρώνεται από τις εκκρίσεις της τραχηλικής βλέννας, των βαρθολινείων αδένων των παραουρηθρικών αδένων. Περιέχει αποφολιδωμένα κύτταρα και ακόμη εκκρίσεις από τη μήτρα και τις σάλπιγγες. Στην είσοδο του κόλπου βρίσκεται μια μεμβράνη συνδετικού ιστού, ο παρθενικός υμένας.

Τα εσωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας

Τα εσωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας (τροποποιημένη από R. Netter).

Το έξω τραχηλικό στόμιο (υστεροσκοπική εικόνα).

Ο τράχηλος αποτελεί τμήμα της μήτρας με σχήμα κυλίνδρου, που συνδέει την κοιλότητα της μήτρας με τον κόλπο και διαστέλλεται κατά τον τοκετό. Το έξω στόμιο του τραχήλου προβάλλει στον θόλο του κόλπου και καλύπτεται από πλακώδες επιθήλιο, όμοιο με το επιθήλιο του κόλπου. Ο αυλός του τραχήλου (ενδοτράχηλος) έχει μήκος περίπου 4 cm και καλύπτεται από κυλινδρικό αδενικό επιθήλιο. Το έσω στόμιο του τραχήλου αποτελεί το ανατομικό όριο μεταξύ του τραχήλου και της κοιλότητας της μήτρας.

Ο αυλός του ενδοτραχήλου (υστεροσκοπική εικόνα).

Οι αδένες του ενδοτραχήλου παράγουν βλέννα, η οποία αποτελεί διάδρομο και ηθμό για τα σπερματοζωάρια. Η τραχηλική βλέννα υφίσταται ουσιαστικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του κύκλου υπό την επίδραση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης όσον αφορά την ποσότητα, τη σύσταση, την πυκνότητα κ.ά. Οι αλλαγές αυτές της τραχηλικής βλέννας είναι άμεσα εξαρτώμενες από τον ωοθηκικό κύκλο, έτσι ώστε να προσφέρουν τις ιδανικότερες συνθήκες για τη διέλευση των σπερματοζωαρίων στη φάση της ωοθυλακιορρηξίας. Η ύπαρξη αντισπερματικών αντισωμάτων στην τραχηλική βλέννα δυσχεραίνει τη διέλευση των σπερματοζωαρίων.

Η Μήτρα

Η Μήτρα είναι ένα κοίλο όργανο απιοειδούς σχήματος, που μεγαλώνει όσο φιλοξενεί και τρέφει το αναπτυσσόμενο έμβρυο, μέχρι τη γέννηση. Εμβρυολογικώς, η μήτρα προέρχεται από τη συνένωση των δύο παραμεσονεφρικών πόρων του Müller. Βρίσκεται μεταξύ ουροδόχου κύστης και ορθού και έχει μήκος 7,5 cm, πλάτος 5 cm και πάχος 2,5 cm περίπου, ενώ το μέγεθός της ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας και τον αριθμό των τοκετών.

Η μήτρα, οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες (πανοραμική λαπαροσκοπική εικόνα).

Η μήτρα είναι όργανο ευκίνητο, που εύκολα διογκώνεται. Στηρίζεται από μυς και συνδέσμους και αιματώνεται από τις μητριαίες αρτηρίες. Η θέση της μήτρας ποικίλλει, με συνηθέστερη την πρόσθια κάμψη της προς την ουροδόχο κύστη και σπανιότερη την οπίσθια κάμψη προς το έντερο. Η θέση της μήτρας δεν έχει σχέση με τη γονιμότητα, ενώ οι παραμορφώσεις της κοιλότητας μπορεί να συνδέονται με υπογονιμότητα.

Από ανατομικής πλευράς διακρίνεται στον τράχηλο, στον ισθμό και στο σώμα της μήτρας.

 

 

Τα εσωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας
Τα εσωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας (τροποποιημένη από R. Netter).

Ο ισθμός

Παριστά στενή μοίρα του σώματος της μήτρας, η οποία αντιστοιχεί στο έσω τραχηλικό στόμιο. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο ισθμός διατείνεται και σχηματίζει το κατώτερο τμήμα της μήτρας.

Το μητριαίο στόμιο της δεξιάς σάλπιγγας. (υστεροσκοπική εικόνα)

Το σώμα της μήτρας

Από το άνω τμήμα της μήτρας, που ονομάζεται πυθμένας, εκφύονται οι σάλπιγγες. Το σώμα αποτελείται από παχύ μυϊκό τοίχωμα που περικλείει την ενδομητρική κοιλότητα, η οποία έχει τριγωνικό σχήμα με τη βάση προς τον πυθμένα.

Η κοιλότητα της μήτρας αποτελεί τον χώρο όπου αναπτύσσεται το έμβρυο. Στις δύο άνω άκρες της τριγωνικής κοιλότητας, που ονομάζονται κέρατα της μήτρας, εκβάλλουν οι σάλπιγγες με τα μητριαία στόμιά τους.

Το τοίχωμα της μήτρας αποτελείται από τρεις χιτώνες:

  • έναν λεπτό εξωτερικό χιτώνα, που λέγεται ορογόνος υμένας,
  • έναν παχύ μυϊκό χιτώνα στο μέσον, που λέγεται μυομήτριο,
  • έναν λεπτό εσωτερικό χιτώνα (βλεννογόνος) που επενδύει την κοιλότητα και λέγεται ενδομήτριο.
Η κοιλότητα της μήτρας επενδεδυμένη με το ενδομήτριο (πανοραμική υστεροσκοπική εικόνα).

Το ενδομήτριο

Το ενδομήτριο είναι ο ιστός που αποπίπτει κατά την έμμηνο ρύση (περίοδο) μαζί με αίμα. Αποτελείται από πολύστοιβο κυλινδρικό επιθήλιο και από στρώμα, το οποίο περιέχει αδένες και τριχοειδή αγγεία. Υπό την επίδραση αρχικά των οιστρογόνων, το ενδομήτριο αυξάνει σε πάχος. Εν συνεχεία, υπό την επίδραση και της προγεστερόνης που εκκρίνεται κυρίως μετά την ωοθυλακιορρηξία, προετοιμάζεται για να δεχθεί την εμφύτευση του εμβρύου.

Κατά τη διάρκεια ενός φυσιολογικού γεννητικού κύκλου διακρίνονται στο ενδομήτριο περιοδικές αλλαγές, οι οποίες αντανακλούν την κυκλική έκκριση των ορμονών της ωοθήκης. Έτσι διακρίνονται τρεις φάσεις: η εμμηνορρυσιακή, η παραγωγική και η εκκριτική φάση. Ακολουθεί νέα έμμηνος ρύση κ.ο.κ.

Δείτε ακόμη: Ενδομητρικός κύκλος

Είναι τα όργανα, εντός των οποίων φυσιολογικά επέρχεται η γονιμοποίηση. Έχουν σχήμα επιμήκους σωληνίσκου και συνδέουν την κοιλότητα της μήτρας με την κοιλότητα της κοιλιάς. Οι σάλπιγγες είναι δύο και εκφύονται από τα πλάγια του σώματος της μήτρας. Έχουν μήκος περίπου 10-13 cm και εξωτερική διάμετρο 0,05-1,0 cm. Διακρίνονται τέσσερα τμήματα της σάλπιγγας: το ενδομήτριο (διάμεσο) τμήμα της σάλπιγγας, ο ισθμός, η λήκυθος και ο κώδωνας, που το άκρο του καταλήγει στους κροσσούς. Το διάμεσο τμήμα της σάλπιγγας πορεύεται εντός του τοιχώματος της μήτρας και εκβάλλει στο κέρας δια του μητριαίου στομίου της σάλπιγγας. Ο ισθμός είναι το εστενωμένο μικρό τμήμα της σάλπιγγας πλησίον της μήτρας με εσωτερική διάμετρο 1 έως 3 mm. Η λήκυθος είναι το μακρύτερο και ευρύτερο τμήμα και διευρύνεται στο ακραίο τμήμα της, καταλήγοντας στον κώδωνα και στους κροσσούς.

Το κωδωνικό τμήμα της σάλπιγγας με τους κροσσούς του (λαπαροσκοπική εικόνα).

Η σάλπιγγα, με τη βοήθεια των κροσσών, παραλαμβάνει το ωάριο μετά την ωοθυλακιορρηξία. Στον αυλό της σάλπιγγας το ωάριο γονιμοποιείται από ένα μόνο σπερματοζωάριο, από τα πολλά που έχουν φθάσει εν τω μεταξύ μέσω του τραχήλου και της μήτρας.

Το εσωτερικό της σάλπιγγας καλύπτεται από επιθήλιο που αποτελείται από κροσσωτά και εκκριτικά κύτταρα, όπως επίσης και από στυλοειδή και εφεδρικά κύτταρα. Τα κροσσωτά κύτταρα χρησιμεύουν για τη μεταφορά των γαμετών, ενώ τα εκκριτικά για την ανάπτυξη του γονιμοποιημένου ωαρίου.

Έτσι η μεγαλύτερη αναλογία των κροσσωτών κυττάρων βρίσκεται στη λήκυθο (περίπου 65-75%), είναι μικρότερη στον ισθμό (15-20%), ενώ στο ενδομήτριο τμήμα της σάλπιγγας τα κροσσωτά κύτταρα απουσιάζουν εντελώς.

Η μήτρα, οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες (πανοραμική λαπαροσκοπική εικόνα).

Η σάλπιγγα εξωτερικά καλύπτεται από ορογόνο χιτώνα, ενώ ανάμεσα σε ορογόνο και βλεννογόνο υπάρχει μυϊκό τοίχωμα. Το μυϊκό τοίχωμα είναι παχύτερο στην περιοχή του ισθμού και λεπτότερο στη λήκυθο και στον κώδωνα. Ο περισταλτισμός του μυϊκού τοιχώματος και η κίνηση του κροσσωτού επιθηλίου υποβοηθούν την προώθηση του ωαρίου και των σπερματοζωαρίων. Θεωρείται ότι η γονιμοποίηση επέρχεται στη λήκυθο της σάλπιγγας. Η σάλπιγγα φαίνεται να διαθέτει τη μοναδική ικανότητα μεταφοράς του ωαρίου σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν του σπερματοζωαρίου. Μετά τη γονιμοποίηση, η κίνηση των κροσσωτών κυττάρων και ο περισταλτισμός του μυϊκού τοιχώματος προωθούν τον ζυγώτη προς την κοιλότητα της μήτρας. Τα εκκριτικά (μη κροσσωτά κύτταρα) παράγουν υγρό, το οποίο περιέχει πρωτεΐνες, λιποπρωτεΐνες, Ca, Mg, όξινη και αλκαλική φωσφατάση, κ.ά. θρεπτικά συστατικά που χρησιμεύουν για τη διατροφή του γονιμοποιημένου ωαρίου τις 4-5 πρώτες ημέρες της ζωής του, καθώς αυτό προωθείται προς την κοιλότητα της μήτρας όπου θα εμφυτευθεί και θα αναπτυχθεί.

Αποτελούν τους γεννητικούς αδένες της γυναίκας. Είναι όργανα με διπλή λειτουργία. Παράγουν ωάρια (το γεννητικό υλικό της γυναίκας) και ορμόνες (κυρίως οιστρογόνα και προγεστερόνη). Η κύρια λειτουργία των ωοθηκών είναι η αναπαραγωγική.

Η μήτρα, οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες (πανοραμική λαπαροσκοπική εικόνα).

Από ανατομικής πλευράς, οι ωοθήκες αποτελούν δύο ωοειδή αποπεπλατυσμένα μορφώματα με μήκος 3-5 cm, πλάτος 1,5-3 cm και πάχος 1,5-2,5 cm, που βρίσκονται στη μικρή πύελο. Έχουν χρώμα ροδίζον λευκό προς γκρι.Στις ωοθήκες διακρίνουμε δύο πόλους, δύο χείλη και δύο επιφάνειες, όπως επίσης και δύο ζώνες, τον φλοιό και τον μυελό. Ο φλοιός αποτελείται από το επιθήλιο, τον ινώδη χιτώνα, το στρώμα και τα ωοθυλάκια. Ο μυελός καταλαμβάνει το εσωτερικό του αδένα, χωρίς να ξεχωρίζει σαφώς από τον φλοιό και αποτελείται από συνδετικό ιστό, αγγεία και νεύρα.

Στην ωοθήκη συντελείται η αποθήκευση, η ωρίμανση και η απελευθέρωση των ωαρίων κατά την ωοθυλακιορρηξία. Ταυτόχρονα εμφανίζεται και η ενδοκρινής λειτουργία των ωοθηκών με έκκριση ορμονών. Οι δύο αυτές λειτουργίες (αναπαραγωγική και ενδοκρινής) δεν είναι ανεξάρτητες, αλλά συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Οι ωοθήκες λειτουργούν ως ενδοκρινείς αδένες υπό την επίδραση των υποφυσιακών ορμονών, της θυλακιοτρόπου (FSH, follicle-stimulating hormone) και της ωχρινοτρόπου (LH, luteinizing hormone) ορμόνης και παράγουν κυρίως οιστρογόνα. Παράλληλα, η ωοθήκη είναι και μια δεξαμενή ωοθυλακίων, τα οποία βρίσκονται σε διάφορα στάδια ωρίμανσης (αρχέγονα, πρωτογενή, δευτερογενή). Έχει περιγραφεί (Gougeon et al., 1986) ότι ενώ κατά τη γέννηση ο αριθμός των ωοθυλακίων είναι περίπου 2 εκατομμύρια, στην αρχή της ήβης απομένουν περί τις 300-400 χιλιάδες. Στην ηλικία των 38 ετών ο αριθμός ωοθυλακίων εκτιμάται στις 25.000 και στην εμμηνόπαυση περίπου σε 1.000.

Τα εσωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας
Τα εσωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας (τροποποιημένη από R. Netter).

 

Από αυτά, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας το πολύ 400 θα εξελιχθούν σε κυρίαρχα ωοθυλάκια, που κατά τη διάρκεια της παραγωγικής φάσης του κύκλου θα μεγαλώσουν προοδευτικά και θα ραγούν (ωοθυλακιορρηξία). Με την ωοθυλακιορρηξία θα απελευθερωθεί το ωάριο, το οποίο εάν γονιμοποιηθεί θα εξελιχθεί σε έμβρυο. Μετά την ωοθυλακιορρηξία, το ωοθυλάκιο θα μετατραπεί σε ωχρό σωμάτιο, το οποίο παράγει κυρίως προγεστερόνη. Το ωχρό σωμάτιο διατηρείται επί 14 ημέρες και μετατρέπεται σε λευκό σωμάτιο, εκτός αν επιτευχθεί εγκυμοσύνη, οπότε μετατρέπεται σε ωχρό σωμάτιο της κυήσεως.

Ο γεννητικός κύκλος είναι το διάστημα που μεσολαβεί από την πρώτη ημέρα της εμμήνου ρύσεως μέχρι την πρώτη ημέρα της επόμενης εμμήνου ρύσεως. Η συνήθης διάρκειά του είναι 28 ημέρες, αλλά μπορεί να ποικίλει από γυναίκα σε γυναίκα και από κύκλο σε κύκλο. Για παράδειγμα και ο κύκλος των 22 και των 38 ημερών συνήθως είναι φυσιολογικός. Η δεύτερη (ωχρινική) φάση του κύκλου είναι πιο σταθερή και υπολογίζεται σε 14 +/- 2 ημέρες.

Οι αναπαραγωγικοί κύκλοι αρχίζουν στην ήβη και συνεχίζονται έως την εμμηνόπαυση, ενώ σε μερικές γυναίκες δεν παρατηρείται γεννητικός κύκλος, ως αποτέλεσμα της έλλειψης ωοθηκών ή εξαιρετικά πρώιμης εμμηνόπαυσης.

Ο άξονας υποθάλαμος-υπόφυση-ωοθήκες-όρχεις  και οι ορμόνες της αναπαραγωγής (αρχείο X. Καζλαρή)
Ο άξονας υποθάλαμος-υπόφυση-ωοθήκες-όρχεις και οι ορμόνες της αναπαραγωγής (αρχείο X. Καζλαρή)

 

Στη διάρκεια του γεννητικού κύκλου εκκρίνονται ορμόνες από τον υποθάλαμο, την υπόφυση και τις ωοθήκες που προκαλούν την ωρίμανση και τελικά την απελευθέρωση του ωαρίου από την ωοθήκη. Οι ορμόνες αυτές εμφανίζουν μια αρμονικά αλληλορυθμιζόμενη σχέση μεταξύ τους, με σκοπό τη δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος για να ευοδωθεί η σύλληψη. Η αναπαραγωγική λειτουργία ρυθμίζεται μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού ορμονικών ισορροπιών. Η ενδοκρινολογία της αναπαραγωγής έχει φθάσει στις μέρες μας να θεωρείται ειδικός επιστημονικός κλάδος, τον οποίο δεν έχει νόημα να εκθέσουμε εδώ με λεπτομέρεια. Θα αναφερθούμε μόνον στις ορμόνες εκείνες που επηρεάζουν τις βασικές λειτουργίες της παραγωγής ωαρίων και σπερματοζωαρίων, καθώς και τη λειτουργία του γυναικείου κύκλου.

Στη γυναίκα όπως και στον άνδρα, η λειτουργία των γονάδων ρυθμίζεται από τον εγκέφαλο και πιο συγκεκριμένα από μια περιοχή του που ονομάζεται υποθάλαμος. Ο υποθάλαμος εκκρίνει την ορμόνη απελευθέρωσης των γοναδοτροπινών (GnRH, gonadotropin-releasing hormone). Με τη σειρά της, η GnRH επιδρά σε έναν μικρό αδένα που βρίσκεται κάτω από τον εγκέφαλο, την υπόφυση. Η υπόφυση εκκρίνει ορμόνες για τη ρύθμιση της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα, των επινεφριδίων, των γονάδων και επίσης αυξητική ορμόνη και προλακτίνη. Για τη λειτουργία των γονάδων ειδικότερα, η υπόφυση εκκρίνει δύο ορμόνες που ονομάζονται γοναδοτροπίνες: την θυλακιοτρόπο ορμόνη (FSH, follicle-stimulating hormone), η οποία προάγει την ανάπτυξη των ωοθυλακίων και την ωχρινοποιητική ορμόνη (LH, luteinizing hormone), η οποία προάγει τη στεροειδογένεση στην ωοθήκη και είναι υπεύθυνη για την τελική ωρίμανση του ωαρίου, την ωοθυλακιορρηξία, την έναρξη και τη συνέχιση της λειτουργίας του ωχρού σωματίου.

Όπως είδαμε, η υπόφυση τελεί υπό τον έλεγχο του υποθαλάμου, μέσω της GnRH. Αντιστρόφως, η έκκριση ορμονών από την υπόφυση και τον υποθάλαμο επηρεάζεται από τα επίπεδα των ορμονών των ωοθηκών. Υπάρχει επομένως ένας ορμονικός άξονας υποθάλαμος – υπόφυση – ωοθήκες, με μηχανισμό παλίνδρομης αλληλορύθμισης. Η οιστραδιόλη που παράγεται από την ωοθήκη ασκεί αρνητική ανάδραση (δηλαδή ανασταλτική δράση) στην έκκριση της FSH και θετική ανάδραση στην έκκριση LH.

Τα γεγονότα του γεννητικού κύκλου

Στην αρχή του γεννητικού κύκλου έχουμε μια αύξηση της έκκρισης FSH, με συνέπεια τη στρατολόγηση μιας ομάδας ωοθυλακίων για περαιτέρω ωρίμανση. Σε κάθε φυσικό κύκλο, υπό την αρχική αυτή επίδραση της FSH αρχίζουν να αναπτύσσονται 3-7 ωοθυλάκια.

Από αυτά τα ωοθυλάκια επικρατεί μόνον ένα, το οποίο αυξάνεται πιο γρήγορα και ονομάζεται «κυρίαρχο» ωοθυλάκιο. Τα υπόλοιπα ωοθυλάκια θα καταστούν άτρητα (δηλαδή θα εκφυλισθούν με τον μηχανισμό της ατρησίας).

Η σχέση υποθαλάμου – υπόφυσης – ωοθήκης και η επίδραση των ωοθηκικών ορμονών στο ενδομήτριο κατά τη διάρκεια του γεννητικού κύκλου.
Η σχέση υποθαλάμου – υπόφυσης – ωοθήκης και η επίδραση των ωοθηκικών ορμονών στο ενδομήτριο κατά τη διάρκεια του γεννητικού κύκλου.

 

Το κυρίαρχο ωοθυλάκιο είναι μια μικρή κύστη γεμάτη υγρό (ωοθυλακικό υγρό). Το ωάριο ωριμάζει σε μια άκρη του ωοθυλακίου στον ωοφόρο λόφο, έναν λοφίσκο κοκκιωδών κυττάρων τα οποία επαλείφουν το εσωτερικό της θήκης του ωοθυλακίου. Καθώς το ωοθυλάκιο αναπτύσσεται, τα κοκκιώδη κύτταρά του παράγουν την ορμόνη οιστραδιόλη (Ε2) σε διαρκώς αυξανόμενες ποσότητες. Η οιστραδιόλη (Ε2) έχει ποικίλες δράσεις στο αναπαραγωγικό σύστημα, με κυριότερη την αύξηση του βλεννογόνου της μήτρας (ενδομητρίου) με πολλαπλασιασμό των κυττάρων του. Τα υψηλά επίπεδα της οιστραδιόλης (Ε2) στο αίμα τελικά προκαλούν απότομη έκκριση LH από την υπόφυση. Αυτή η αιχμή έκκρισης της LH έχει ποικίλες δράσεις, με κυριότερες την τελική ωρίμανση του ωαρίου μέσα στο ωοθυλάκιο και την ωοθυλακιορρηξία. Η ωοθυλακιορρηξία προκαλείται μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού και έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του συμπλέγματος ωαρίου-κοκκιωδών κυττάρων στην κοιλιά μαζί με ωοθυλακικό υγρό. Μετά τη ρήξη του ωοθυλακίου, η LH επίσης συμβάλλει στη μετατροπή των υπολειμμάτων του και ιδιαίτερα των κοκκιωδών κυττάρων, σε ωχρό σωμάτιο. Τα κύτταρα του ωχρού σωματίου εκκρίνουν κυρίως σε μεγάλες ποσότητες την ορμόνη προγεστερόνη (PRG), αλλά και σε μικρότερες ποσότητες 17-β οιστραδιόλη και ανδροστενδιόνη (Δ4Α). Σε συνδυασμό με τα οιστρογόνα, η προγεστερόνη προετοιμάζει και σταθεροποιεί το ενδομήτριο για να υποδεχθεί και να θρέψει το έμβρυο.

Ενδομητρικός κύκλος

Ενδομητρικός κύκλος

Στο ενδομήτριο, κατά τη διάρκεια του κύκλου, υπό την επίδραση της κυκλικής έκκρισης των ωοθηκικών ορμονών, συμβαίνουν μορφολογικά και βιοχημικά γεγονότα. Τα μορφολογικά περιλαμβάνουν αλλαγές στα αδενικά κύτταρα, στα κύτταρα του στρώματος και στα αγγειακά ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία οδηγούν κατά την παραγωγική φάση στην υπερτροφία του ενδομητρίου (βλεννογόνου της μήτρας).

Τα βιοχημικά γεγονότα περιλαμβάνουν τη δημιουργία υποδοχέων για στεροειδείς και πρωτεϊνικές ορμόνες, την παραγωγή ενζύμων και ενζυμικών αναστολέων, τη δράση αυξητικών παραγόντων, κυτταροκινών, ιντερλευκινών, ιντερφερόνης-γ, TNF-a, προλακτίνης, ρελαξίνης κ.λπ. Διακρίνουμε τρεις φάσεις του κύκλου, που προκαλούνται από την κυκλική επίδραση των ωοθηκικών ορμονών στη δομή του αναπαραγωγικού συστήματος.

Εμμηνορρυσιακή φάση

5η ημέρα του κύκλου. Στο τέλος της εμμήνου ρύσεως παρατηρούμε λίγες πετέχειες, οι οποίες εξαφανίζονται μετά 48 ώρες (υστεροσκοπική εικόνα).

Στην εμμηνορρυσιακή φάση, που διαρκεί συνήθως 3-5 ημέρες, μαζί με το αίμα αποπίπτει και η λειτουργική στοιβάδα του ενδομητρίου.

Παραγωγική φάση

Στο τέλος της εμμήνου ρύσεως το ενδομήτριο είναι λεπτό και ισχαιμικό. Συγκεκριμένα, το καλυπτικό επιθήλιο στην αρχή είναι χαμηλό με κύτταρα κυλινδρικά και οι αδένες βραχείς, ευθείς και στενοί. Το στρώμα είναι συμπυκνωμένο. Το καλυπτικό επιθήλιο προοδευτικά αυξάνει και γίνεται υψηλότερο και οι αδένες βαθύτεροι, ευρύτεροι με ελικοειδή πορεία, ενώ αυξάνει το πάχος του στρώματος. Στη δεύτερη εβδομάδα του κύκλου η παραγωγή των οιστρογόνων που εκκρίνονται από το αναπτυσσόμενο ωοθυλάκιο προκαλούν αναγέννηση του επιθηλίου και αύξηση του πάχους του ενδομητρίου.

13η ημέρα του κύκλου. Διακρίνεται το αποτύπωμα του περιφερικού άκρου του υστεροσκοπίου στο παχύ ενδομήτριο (υστεροσκοπική εικόνα).

Τα κύτταρα του ενδομητρίου αυξάνουν και γίνονται υψηλότερα και οι αδένες βαθύτεροι και ευρύτεροι. Καλείται επίσης θυλακινική ή οιστρογονική φάση λόγω της σημαντικής επίδρασης των οιστρογόνων.

Εκκριτική φάση

Στο μέσον της εκκριτικής φάσης το ενδομήτριο έχει ωριμάσει, είναι τοξοειδές και συχνά έχει ψευδοπολυποειδή εμφάνιση (υστεροσκοπική εικόνα).

Η φάση αυτή περιλαμβάνει τις δύο τελευταίες εβδομάδες του κύκλου. Αρχίζει μετά την ωοθυλακιορρηξία και έχει σταθερή διάρκεια περί τις 14 +/- 2 ημέρες. Υπό την επίδραση της προγεστερόνης που κυριαρχεί σε αυτή τη φάση του κύκλου, αλλά και των οιστρογόνων, οι ενδομητρικοί αδένες επιμηκύνονται, γίνονται πιο δαιδαλώδεις και ευρύτεροι. Η παρουσία της εκκριτικής δραστηριότητας είναι εμφανής στα επιθηλιακά κύτταρα, τα οποία παράγουν μεγάλες ποσότητες γλυκογόνου και άλλων ουσιών όπως πολυσακχαριτών, λιπιδίων κ.λπ. Το πάχος του στρώματος και η αιμάτωση του ενδομητρίου αυξάνονται, ενώ τα αρτηρίδια γίνονται περισσότερο ελικοειδή, με σκοπό να θρέψουν το στρώμα του ενδομητρίου εφ’ όσον επιτευχθεί σύλληψη.

27η ημέρα του κύκλου. Πριν την έναρξη της εμμήνου ρύσεως τα ελικοειδή τριχοειδή αγγεία εμφανίζουν κάποια σημεία αιμορραγίας (υστεροσκοπική εικόνα).
28η ημέρα κύκλου. Στην αρχή της εμμήνου ρύσεως η αιμορραγία αρχίζει ταυτόχρονα σε όλη την επιφάνεια του ενδομητρίου (υστεροσκοπική εικόνα).

Η φάση αυτή ονομάζεται επίσης, ωχρινική και προγεστερονική φάση. Η προεμμηνορρυσιακή ή ισχαιμική φάση πρακτικά αποτελεί μέρος της εκκριτικής φάσης και εμφανίζεται προς το τέλος της. Στην ισχαιμική φάση, δηλαδή 13-14 ημέρες μετά την ωοθυλακιορρηξία, συστέλλονται οι ελικοειδείς αρτηρίες του ενδομητρίου, το λειτουργικό στρώμα γίνεται ωχρό και πτυχώνεται λόγω της ανοξίας και της αναιμίας. Λίγο αργότερα έπεται η αιμορραγία και η φάση της εμμήνου ρύσεως αρχίζει πάλι.

Τραχηλικός κύκλος

Υπό την επίδραση των ορμονικών αλλαγών κατά τη διάρκεια του ωοθηκικού κύκλου συμβαίνουν αλλαγές στα μακροσκοπικά, μικροσκοπικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά των ιστών του τραχήλου και της τραχηλικής βλέννας. Οι αλλαγές αυτές αντανακλούν τις μεταβολές του αίματος των επιπέδων των οιστρογόνων και της προγεστερόνης στο αίμα και εξαρτώνται από αυτές.

Το έξω τραχηλικό στόμιο (υστεροσκοπική εικόνα).
Το έξω τραχηλικό στόμιο (υστεροσκοπική εικόνα).

Στην παραγωγική φάση του κύκλου, τα αυξημένα οιστρογόνα διαφοροποιούν τον βλεννογόνο του ενδοτραχήλου και επηρεάζουν την αγγείωση, τη διαστολή και το μέγεθος του τραχήλου. Επίσης, η σύσταση της τραχηλικής βλέννας αλλάζει. Αυξάνεται η ποσότητα, η γλοιότητα και η εκτασιμότητα της βλέννας στο προωρρηκτικό στάδιο, με σκοπό τη διευκόλυνση της διόδου και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Η βλέννα αποτελείται από ύδωρ σε ποσοστό 85-99%, υδατοδιαλυτές ουσίες (όπως πρωτεΐνες, λιπίδια, ηλεκτρολύτες), μη υδατοδιαλυτές ουσίες (όπως πρωτεογλυκάννες που δίνουν στη βλέννα μια σύσταση δίκην πηκτής), καθώς επίσης και κύτταρα του τραχήλου, του γεννητικού συστήματος και του αίματος.

Στην εκκριτική φάση, η βλέννα είναι πολύ πιο παχύρρευστη, με συνέπεια να καθίσταται απροσπέλαστη από τα σπερματοζωάρια.

Σαλπιγγικός κύκλος

Μερικοί ερευνητές (Novak & Evefett, 1928 και Verhage et al., 1979) παρατήρησαν κυκλικές αλλαγές του αριθμού των κροσσωτών κυττάρων, της έκκρισης και του ύψους των κυττάρων του επιθηλίου της σάλπιγγας κατά τη διάρκεια του κύκλου. Τα κροσσωτά κύτταρα της σάλπιγγας αποκτούν μέγιστο αριθμό και ύψος κατά τη διάρκεια του τέλους της παραγωγικής φάσης του κύκλου. Στο τέλος της παραγωγικής φάσης υπάρχει η μέγιστη έκκριση από τα εκκριτικά κύτταρα και έπειτα μειώνεται το ύψος των κροσσωτών και η έκκριση στο ελάχιστο κατά την προεμμηνορρυσιακή και εμμηνορρυσιακή φάση. Τα κροσσωτά κύτταρα συρρικνώνονται ταχύτερα από τα εκκριτικά.

Ατροφία και μείωση του αριθμού των κροσσωτών κυττάρων συνυπάρχει με αυξημένα επίπεδα προγεστερόνης και παρατηρείται επίσης στη διάρκεια της κυήσεως και της λοχείας. Μετά τη γονιμοποίηση, λόγω της κίνησης των κροσσωτών κυττάρων σε συνδυασμό με τον περισταλτισμό του μυϊκού τοιχώματος της σάλπιγγας, το γονιμοποιημένο ωάριο προωθείται προς την κοιλότητα της μήτρας. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής στον αυλό της σάλπιγγας αρχίζει η αυλάκωση: ο ζυγώτης διαιρείται διαδοχικά και διανύει τα εμβρυϊκά στάδια 2, 4, 8 κυττάρων, μοριδίου και βλαστοκύστης, η οποία θα εμφυτευθεί στο ενδομήτριο.

Σημειωτέον ότι οι παθήσεις των σαλπίγγων κατέχουν μεγάλο ποσοστό των αιτίων υπογονιμότητας.

Σχηματική παράσταση του ωοθηκικού κύκλου, της γονιμοποίησης του ωαρίου στη σάλπιγγα, της διαίρεσης του εμβρύου και της διαδρομής του προς την κοιλότητα της μήτρας.
Σχηματική παράσταση του ωοθηκικού κύκλου, της γονιμοποίησης του ωαρίου στη σάλπιγγα, της διαίρεσης του εμβρύου και της διαδρομής του προς την κοιλότητα της μήτρας.

Άλλες επιδράσεις ωοθηκικών ορμονών

Τις κυκλικές επιδράσεις των ωοθηκικών ορμονών υφίσταται ο μαστός, αλλά και ο κόλπος. Παλαιότερα, η λήψη σειράς κολπικών κυτταρολογικών επιχρισμάτων, στα οποία εξεταζόταν η διαφοροποίηση του κολπικού επιθηλίου, μας βοηθούσε στην εκτίμηση της ορμονικής φάσης του κύκλου. Στο μυικό τοίχωμα της μήτρας (μυομήτριο) τα οιστρογόνα προκαλούν υπερτροφία και υπερπλασία των λείων μυικών ινών και αυξάνουν τον τόνο τους. Αντίθετα, η προγεστερόνη ελαττώνει τον τόνο και τις συσπάσεις της μήτρας. Αυτό είναι απαραίτητο για την εμφύτευση της βλαστοκύστης στο ενδομήτριο και την αποφυγή συσπάσεων της μήτρας κατά την κύηση, που θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν αποβολή του εμβρύου.

Υπό την επίδραση των ορμονικών διεγέρσεων, η ωοθήκη εμφανίζει κυκλικές αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του ωοθυλακίου και την ωρίμανση του ωαρίου, την ωοθυλακιορρηξία και τον σχηματισμό ωχρού σωματίου.

Ο ωοθηκικός κύκλος περιλαμβάνει τρεις φάσεις:

 

Η παραγωγική φάση του κύκλου διαρκεί από την εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως μέχρι την ωοθυλακιορρηξία. Η διάρκειά της δεν είναι σταθερή. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του κυρίαρχου ωοθυλακίου μέχρι το στάδιο του προωορρηκτικού, την περαιτέρω ωρίμανση του ωαρίου και την παραγωγή 17-β οιστραδιόλης.

Όπως προαναφέρθηκε, στην αρχή του κύκλου, ίσως και 1-2 ημέρες πριν το τέλος του προηγούμενου, παρατηρείται αύξηση της FSH για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο ονομάζεται “παράθυρο της FSH”. Η αυξημένη αυτή έκκριση ωθεί μία ομάδα δευτερογενών ωοθυλακίων, σε πιο προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης. Η επιλογή του ωοθυλακίου που θα φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη και ωοθυλακιορρηξία γίνεται την 5η-7η ημέρα του κύκλου. Το δευτερογενές αυτό ωοθυλάκιο ονομάζεται κυρίαρχο ωοθυλάκιο. Τα λιγότερο ανεπτυγμένα ωοθυλάκια υποστρέφουν και εκφυλίζονται (ατρησία).

Το κυρίαρχο ωοθυλάκιο αυξάνει γρήγορα και η διάμετρός του εγγίζει τα 20 mm. Αυτή η υπέρμετρη αύξηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συσσώρευση ωοθυλακικού υγρού στην κοιλότητα του άντρου. Το ωοθυλάκιο το οποίο αναπτυσσόμενο θα φτάσει σε προωρρηκτικό στάδιο (ονομάζεται σε αυτή τη φάση και γρααφιανό) είναι ένας κυστικός σχηματισμός στην επιφάνεια της ωοθήκης που αποτελείται από το ωάριο με τη διαφανή ζώνη που το περιβάλλει, τα κοκκιώδη κύτταρα, το άντρο του ωοθυλακίου που περιέχει το ωοθυλακικό υγρό, τη βασική μεμβράνη και τα κύτταρα της θήκης.

Το ώριμο (γρααφιανό) ωοθυλάκιο.
Το ώριμο (γρααφιανό) ωοθυλάκιο.
 

Ο μηχανισμός επιλογής του κυρίαρχου ωοθυλακίου από την ομάδα των δευτερογενών ωοθυλακίων που δέχονται την αυξημένη δράση της FSH δεν είναι ακριβώς γνωστός. Μετά την επιλογή του κυρίαρχου ωοθυλακίου, τα παραγόμενα οιστρογόνα προέρχονται από αυτό. Τα κοκκιώδη κύτταρα διογκώνονται και παράγουν αυξημένες ποσότητες 17-β οιστραδιόλης που φθάνει στη μέγιστη τιμή της 24-36 ώρες πριν την ωοθυλακιορρηξία. Στο ωάριο, η διεργασία της μειωτικής διαίρεσης φθάνει προς το τέλος της. Σ’ αυτή τη φάση, η FSH με τη συνέργεια των οιστρογόνων προάγει τη σύνθεση υποδοχέων της LH στα κοκκιώδη κύτταρα.

Η αύξηση των οιστρογόνων προκαλεί παράλληλα αύξηση των υποδοχέων της GnRH στην υπόφυση με σκοπό την έκκριση LH. Η απότομη αιχμή της LH είναι αποτέλεσμα της θετικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης των οιστρογόνων στην υπόφυση. Το μεσοκυκλικό αυτό κύμα της LH διαρκεί περίπου 48 ώρες και προκαλεί την ωοθυλακιορρηξία περίπου 36 ώρες μετά την έναρξη του μεσοκυκλικού κύματος. Όταν το ωοθυλάκιο συμπληρώσει την ανάπτυξή του, το τοίχωμά του στην επιφάνεια της ωοθήκης καθίσταται λεπτό και ρήγνυται.

Η δομή της ωοθήκης και τα στάδια ανάπτυξης των ωοθυλακίων
Η δομή της ωοθήκης και τα στάδια ανάπτυξης των ωοθυλακίων

Ωοθυλακιορρηξία

Ωοθυλακιορρηξία ονομάζουμε τη ρήξη του ωοθυλακίου και την απελευθέρωση του ωαρίου. Με την ωοθυλακιορρηξία συντελείται η απελευθέρωση του ώριμου ωαρίου από το γρααφιανό ωοθυλάκιο. Υπό την επίδραση της αιχμής του μεσοκυκλικού κύματος της LH το ώριμο ωοθυλάκιο εκδηλώνει πολλαπλές σημαντικές αλλαγές, οι οποίες οδηγούν στην ωρίμανση του ωαρίου, στη λέπτυνση του τοιχώματος και ακολούθως στη ρήξη του ωοθυλακίου στην επιφάνεια της ωοθήκης.

Η ρήξη του ωοθυλακίου επιτυγχάνεται κυρίως με τη δράση πρωτεολυτικών ενζύμων όπως η κολλαγονάση και η πλασμίνη, τα οποία βρίσκονται στο ωοθυλακικό υγρό και ενεργοποιούνται από τη δράση της LH και της προγεστερόνης.

>Η διακύμανση των ορμονών FSH, LH, E2, PRG, στη διάρκεια του γεννητικού κύκλου.

Η διακύμανση των ορμονών FSH, LH, E2, PRG, στη διάρκεια του γεννητικού κύκλου.

Ονομάζεται και ωχρινική ή δεύτερη φάση του κύκλου και είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ωοθυλακιορρηξία μέχρι την εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως. Η ωχρινική φάση χαρακτηρίζεται από τη λειτουργία του ωχρού σωματίου και την έκκριση κυρίως προγεστερόνης. Έχει σταθερή διάρκεια 14 +/- 2 ημέρες.

Μετά την ωοθυλακιορρηξία και την απελευθέρωση του ωαρίου ο σχηματισμός του ωοθυλακίου παραμένει, τα κύτταρα καλύπτονται από κιτρινωπό υλικό και το υπόλειμμα αυτό ονομάζεται ωχρό σωμάτιο. Στα μεγεθυσμένα κοκκιώδη κύτταρα εισχωρούν νεόπλαστα αγγεία. Αρχίζει η στεροειδογένεση και η παραγωγή κυρίως προγεστερόνης αλλά και οιστρογόνων και ανδροστενδιόνης. Οκτώ ημέρες μετά την ωοθυλακιορρηξία, το ωχρό σωμάτιο φθάνει στην πλήρη ωριμότητά του και στη μέγιστη ημερήσια παραγωγή προγεστερόνης, ενώ σταδιακά παρατηρείται προοδευτική έκπτωση της λειτουργίας του. Η λειτουργία του ωχρού σωματίου υποστηρίζεται από της δράση της LH. Η ζωή του ωχρού σωματίου διαρκεί 14±2 ημέρες: στη συνέχεια αυτό εκφυλίζεται και μετατρέπεται σε ανάγγειο ουλώδη ιστό, το λευκό σωμάτιο.

Η δομή της ωοθήκης και τα στάδια ανάπτυξης των ωοθυλακίων
Η δομή της ωοθήκης και τα στάδια ανάπτυξης των ωοθυλακίων

Σε περίπτωση εγκυμοσύνης, η λειτουργία του ωχρού σωματίου παρατείνεται μέχρι την 12η περίπου εβδομάδα της κυήσεως, λόγω της υποστήριξης της λειτουργίας του από τη χοριακή γοναδοτροπίνη που παράγεται από την τροφοβλάστη (υποτυπώδη πλακούντα) του εμβρύου. Η δράση της χοριακής γοναδοτροπίνης είναι παρόμοια με τη δράση της LH και έτσι η ζωή του ωχρού σωματίου παρατείνεται με έκκριση προγεστερόνης κυρίως αλλά και οιστρογόνων, που υποστηρίζουν τα αρχικά στάδια της κύησης μέχρις ότου ο πλακούντας αναλάβει την παραγωγή ορμονών.

Η σχέση υποθαλάμου – υπόφυσης – ωοθήκης και η επίδραση των ωοθηκικών ορμονών στο ενδομήτριο κατά τη διάρκεια του γεννητικού κύκλου.
Η σχέση υποθαλάμου – υπόφυσης – ωοθήκης και η επίδραση των ωοθηκικών ορμονών στο ενδομήτριο κατά τη διάρκεια του γεννητικού κύκλου.

Οι όρχεις

Οι όρχεις

Οι όρχεις είναι οι γεννητικοί αδένες του άνδρα. Είναι όργανα με διπλή λειτουργία: η εξωκρινής λειτουργία είναι η παραγωγή σπερματοζωαρίων και η ενδοκρινής είναι η παραγωγή ανδρογόνων ορμονών και κυρίως τεστοστερόνης. Οι όρχεις είναι τυπικά δύο, έχουν σχήμα ωοειδές, διαστάσεις 4×2,5×2,5 cm και εντοπίζονται στο όσχεο. Το όσχεο αποτελείται από δέρμα και από τους χιτώνες του όρχεως. Η ανατομική θέση του οσχέου επιτρέπει τη διατήρηση χαμηλότερων θερμοκρασιών για τους όρχεις από τις αντίστοιχες του σώματος. Η θερμοκρασία των όρχεων σχετίζεται με τη σπερματογένεση και τη γονιμότητα. Το όσχεο περιλαμβάνει επίσης τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς πόρους, ενώ οι όρχεις συγκρατούνται στο όσχεο από τους σπερματικούς τόνους, οι οποίοι περιέχουν τους σπερματικούς πόρους, αγγεία, νεύρα και τους κρεμαστηρίους μυς.

Η λειτουργία των όρχεων ρυθμίζεται από την υπόφυση και τον υποθάλαμο και υποβοηθείται από τους επικουρικούς γεννητικούς αδένες. Οι αδένες αυτοί είναι ο προστάτης, οι σπερματοδόχοι κύστεις, οι βολβοουρηθραίοι και οι ουρηθραίοι αδένες. Τα σπερματοζωάρια μετά την παραγωγή τους ακολουθούν την αποχετευτική οδό του σπέρματος, η οποία αποτελείται από τις επιδιδυμίδες, τους σπερματικούς πόρους, τις σπερματικές ληκύθους, τους εκσπερματικούς πόρους και την ουρήθρα.

Οι όρχεις αποτελούνται από τον ινώδη χιτώνα, τα σπερματικά σωληνάρια και τα διάμεσα κύτταρα του Leydig που παράγουν ανδρογόνα, κυρίως τεστοστερόνη.

Τα αναπαραγωγικά όργανα του άνδρα
Τα αναπαραγωγικά όργανα του άνδρα

Ινώδης χιτώνας

Ο ινώδης χιτώνας καλύπτει τον όρχι. Στο σημείο όπου ο όρχις συνδέεται με την επιδιδυμίδα, ο ινώδης χιτώνας γίνεται παχύτερος και σχηματίζει το μεσαύλιο, από το οποίο ινώδη διαφραγμάτια εισέρχονται στον όρχι και διαχωρίζουν το ορχικό παρέγχυμα σε 200-300 λόβια, μέσα στα οποία βρίσκονται τα σπερματικά σωληνάρια.

Τομή όρχεως με την επιδιδυμίδα και τον σπερματικό πόρο.
Τομή όρχεως με την επιδιδυμίδα και τον σπερματικό πόρο.
Σχηματική παράσταση των σπερματικών σωληναρίων, του όρχεως, της επιδιδυμίδος και του σπερματικού πόρου.
Σχηματική παράσταση των σπερματικών σωληναρίων, του όρχεως, της επιδιδυμίδος και του σπερματικού πόρου.

Σπερματικά σωληνάρια

Αποτελούν την εξωκρινή μοίρα του αδένα και είναι σωληνίσκοι μήκους 0,3-1,5 m και διαμέτρου 150-300 μm που διατάσσονται ανά 2 ή 3 μέσα στα ορχικά λόβια. Στους δύο όρχεις υπάρχουν συνολικά 400-900 σπερματικά σωληνάρια. Τα σπερματικά σωληνάρια αποτελούνται από τη βασική μεμβράνη, τα κύτταρα της σπερματογένεσης και τα στηρικτικά κύτταρα του Sertoli. Εκτός από την ανατομική στήριξη, η βασική μεμβράνη συμμετέχει και στη λειτουργικότητα του σπερματικού σωληναρίου: διαθέτει ικανότητα μεταβολισμού των στεροειδών και συμμετέχει, μαζί με τα κύτταρα του Sertoli, στον αιματοσωληναριακό φραγμό.

Τα κύτταρα της σπερματογένεσης είναι κυτταρικά στοιχεία των σπερματικών σωληναρίων που προέρχονται από αρχέγονα γεννητικά κύτταρα. Τα κύρια στάδια της κυτταρικής αυτής μετατροπής είναι: σπερματογόνια, σπερματοκύτταρα πρώτης τάξης, σπερματοκύτταρα δευτέρας τάξης, σπερματίδες και σπερματοζωάρια. Η διεργασία ωρίμανσης από το σπερματογόνιο στο ώριμο σπερματοζωάριο, ονομάζεται σπερματογένεση και διαρκεί περίπου 70±4 ημέρες.

Τα κύτταρα του Sertoli αποτελούν το κυρίως σώμα του σπερματικού σωληναρίου, περικλείουν τα κύτταρα της σπερματογένεσης, στηρίζονται στη βασική μεμβράνη και εκτείνονται μέχρι τον αυλό του σωληναρίου. Έχουν υποστηρικτικό ρόλο. Αμέσως μετά τη διαφοροποίησή τους, τα σπερματοζωάρια βρίσκονται στα σπερματικά σωληνάρια με την κεφαλή τους καθηλωμένη στα κύτταρα του Sertoli. Υπό την επίδραση της τεστοστερόνης, τα σπερματοζωάρια απελευθερώνονται στο αυλό των σπερματικών σωληναρίων. Οι αυλοί των διαφόρων σπερματικών σωληναρίων συμβάλλουν στο ορχικό δίκτυο (ή δίκτυο του Haller), το οποίο παροχετεύεται σε έναν ενιαίο περιελιγμένο σωλήνα, την επιδιδυμίδα, όπου αποθηκεύονται τα σπερματοζωάρια. Από το άκρο της επιδιδυμίδας αρχίζει η αποχετευτική οδός των σπερματοζωαρίων, η οποία καταλήγει στο έξω στόμιο της ουρήθρας.

Σχηματική παράσταση των κυττάρων του σπερματικού σωληναρίου
Σχηματική παράσταση των κυττάρων του σπερματικού σωληναρίου

Ρύθμιση λειτουργίας όρχεων

Η υπόφυση ρυθμίζει τη λειτουργία των όρχεων, όπως και των ωοθηκών, μέσω της έκκρισης των γοναδοτροπινών. Η σπουδαιότητα της FSH παραμένει αδιευκρίνιστη: θεωρείται ότι η ορμόνη αυτή διεγείρει τη σπερματογένεση μέσω ειδικών υποδοχέων της που υπάρχουν στα κύτταρα του Sertoli, όχι όμως πέραν του σταδίου των σπερματοκυττάρων πρώτης τάξης.

Η ολοκλήρωση της σπερματογένεσης απαιτεί τεστοστερόνη, η οποία εκκρίνεται από τα κύτταρα του Leydig. Η LH επιδρά στα διάμεσα κύτταρα του Leydig και προκαλεί την έκκριση ανδρογόνων, ιδίως τεστοστερόνης.

Η έκκριση FSH και LH από την υπόφυση ρυθμίζεται από την υποθαλαμική ορμόνη GnRH. Υπάρχει δηλαδή και στον άνδρα ένας ορμονικός άξονας υποθάλαμος – υπόφυση – όρχεις, ο οποίος ρυθμίζεται με μηχανισμό παλίνδρομης αλληλορύθμισης (αναδραστικό): τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης έχουν ανασταλτική επίδραση στον υποθάλαμο και τελικά στην έκκριση FSH και LH από την υπόφυση.

Διάμεσα κύτταρα Leydig (ενδοκρινής μοίρα όρχεως)

Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από τη σπερματογένεση που συντελείται στα σπερματικά σωληνάρια, ο όρχις ως ενδοκρινής αδένας παράγει ανδρογόνα. Η παραγωγή των ανδρογόνων γίνεται από κύτταρα του Leydig που βρίσκονται στον διάμεσο συνδετικό ιστό του όρχεως, ανάμεσα σε αγγεία και νεύρα. Ο συνολικός όγκος των πολυεδρικών αυτών κυττάρων καταλαμβάνει το 3% του όρχεως. Η τεστοστερόνη είναι το ανδρογόνο του όρχεως με τον πιο σπουδαίο ρόλο, ενώ πιο περιορισμένος είναι ο ρόλος της ανδροστενδιόνης. Οι όρχεις παράγουν και μικρή ποσότητα οιστρογόνων (όπως και οι ωοθήκες παράγουν μικρές ποσότητες ανδρογόνων).

Οι κύριες δράσεις των ανδρογόνων συνοψίζονται στη διέγερση της σπερματογένεσης, στην εμφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου (που αρχίζει με την ήβη), στην έναρξη της ήβης, στη διέγερση της ανάπτυξης του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος, στην αρνητική ανάδραση επί της έκκρισης LH, στη διέγερση της πρωτεϊνικής σύνθεσης για ανάπτυξη του σκελετού, καθώς και στην επίδραση στη σεξουαλική και στην επιθετική συμπεριφορά.

Η οδός του σπέρματος

Η μεταφορά των σπερματοζωαρίων επιτελείται μέσω της αποχετευτικής οδού που περιλαμβάνει τις επιδιδυμίδες, τους σπερματικούς πόρους, τις σπερματικές ληκύθους, τους εκσπερματικούς πόρους και την ουρήθρα.

Τα σπερματοζωάρια κατά τη διαδρομή τους από την επιδιδυμίδα προς το έξω στόμιο της ουρήθρας αναμιγνύονται με το σπερματικό πλάσμα που παράγεται από τους επικουρικούς γεννητικούς αδένες. Οι αδένες αυτοί είναι η σπερματοδόχος κύστη, ο προστάτης, οι βολβοουρηθραίοι και οι ουρηθραίοι αδένες.

Σχηματική παράσταση της αποχετευτικής οδού του σπέρματος.
Σχηματική παράσταση της αποχετευτικής οδού του σπέρματος.

Επιδιδυμίδα

Είναι ένας μακρύς πολυέλικτος σωλήνας, συνολικού μήκους 5-7 m που παρέχει διατροφή στα σπερματοζωάρια και συμμετέχει στη διεργασία της τελικής ωρίμανσής τους. Η συνέχεια της επιδιδυμίδας είναι ο σπερματικός πόρος.

Σπερματικός πόρος

Είναι σωληνίσκος μήκους 45 cm με παχύ τοίχωμα, που περιέχει τρία στρώματα μυϊκών ινών, οι περισταλτικές συσπάσεις των οποίων υποβοηθούν την προώθηση των σπερματοζωαρίων. Ο σπερματικός πόρος πορεύεται αρχικά προς τα άνω κατευθυνόμενος προς την ουροδόχο κύστη και ακριβώς πριν φθάσει στον προστάτη διευρύνεται και σχηματίζει τη σπερματική λήκυθο.

Εν συνεχεία ενώνεται με πόρο από τη σύστοιχη σπερματοδόχο κύστη, οπότε προκύπτει ο εκσπερματικός πόρος που συνεχίζει μέσα στον προστάτη και καταλήγει στην προστατική μοίρα της ουρήθρας.Στην προστατική μοίρα της ουρήθρας καταλήγει ο εκσπερματικός πόρος. Η συνέχεια της προστατικής είναι η υμενώδης και εν συνεχεία η σηραγγώδης μοίρα της ουρήθρας, η οποία τελικώς εκβάλλει δια του έξω στομίου της ουρήθρας στη βάλανο του πέους.

Ουρήθρα

Η ανδρική ουρήθρα είναι μικτός ουρογεννητικός σωλήνας με τον οποίο αποχετεύονται τα ούρα και το σπέρμα. Στο μεγαλύτερο μέρος της εντοπίζεται εκτός της κοιλότητας της πυέλου. Αρχίζει με το έσω στόμιο από την ουροδόχο κύστη, διέρχεται τον προστάτη, το ουρογεννητικό τρίγωνο και το σηραγγώδες σώμα του πέους και καταλήγει, με το έξω στόμιό της, στο μέσον της βαλάνου του πέους. Έχει συνολικό μήκος περίπου 20 cm και διακρίνεται σε προστατική, υμενώδη και σηραγγώδη (11-14 cm) μοίρα.

Επικουρικοί γεννητικοί αδένες

Σπερματοδόχος κύστη

Είναι λεπτό όργανο μήκους περίπου 5 cm, το οποίο παράγει κολλώδες υγρό συνολικού όγκου 2-3 ml. Η έκκρισή της ενεργοποιείται και ρυθμίζεται από τα ανδρογόνα.

Προστάτης

Είναι όργανο αποτελούμενο από ινώδη μυϊκό και αδενικό ιστό. Έχει σχήμα κάστανου και διαστάσεις 3-4 cm. Στον προστάτη συντελείται η διεργασία μετατροπής του κολλώδους υγρού των σπερματοδόχων κύστεων σε λεπτόρρευστο υγρό. Στον προστάτη επίσης λαμβάνει χώρα η μετατροπή της τεστοστερόνης σε ένα ακόμη ισχυρότερο ανδρογόνο, τη δεϋδροτεστοστερόνη (DHT).

Βολβοουρηθραίοι αδένες (αδένες του Cowper)

Είναι μικροί αδένες μεγέθους φακής. Εκβάλλουν στην ουρήθρα με πόρο μήκους 3-4 cm και παράγουν διαυγές, παχύρρευστο, αλκαλικό έκκριμα προ της εκσπερμάτισης.

Πέος

Είναι το εξωτερικό αναπαραγωγικό όργανο του άνδρα. Περιέχει σπογγώδη στυτικό ιστό, ο οποίος πληρούται με αίμα υπό μεγάλη πίεση κατά τη διάρκεια του σεξουαλικού ερεθισμού, με αποτέλεσμα την ανόρθωση του πέους. Η εκσπερμάτιση προκύπτει όταν το πέος ερεθιστεί ακόμα περισσότερο. Με την εκσπερμάτιση εκβάλλονται από το έξω στόμιο της ουρήθρας τα σπερματοζωάρια, μέσα σε σπερματικό υγρό (πλάσμα).

Ο σεξουαλικός ερεθισμός ισοδυναμεί με διέγερση του συμπαθητικού αυτονόμου νευρικού συστήματος με συνέπεια τις περισταλτικές κινήσεις των μυών της επιδιδυμίδας και του σπερματικού πόρου. Ένας μικρός όγκος υγρού που περιέχει σπερματοζωάρια αποθηκευμένα στην επιδιδυμίδα, στον σπερματικό πόρο και τη λήκυθο του σπερματικού πόρου οδηγείται προς την προστατική ουρήθρα. Οι σπερματοδόχοι κύστεις εκκρίνουν 2-3 ml κολλώδους αλκαλικού υγρού που μέσω των πόρων τους, εκχέεται στην προστατική μοίρα της ουρήθρας. Η σύσπαση των μυών του προστάτη προσθέτει 1-2 ml υδαρούς υποόξινου προστατικού εκκρίματος. Το σύνολο του εκκρίματος πορεύεται προς την υμενώδη και τη σηραγγώδη μοίρα της ουρήθρας και τέλος οι συσπάσεις των μυών οδηγούν το σπέρμα στο έξω στόμιο αυτής.Κατά τη διάρκεια της εκσπερμάτισης κλείνει το έσω στόμιο της ουρήθρας προς την ουροδόχο κύστη για την αποφυγή παλίνδρομης εκσπερμάτισης.

Σχηματική παράσταση της αποχετευτικής οδού του σπέρματος.
Σχηματική παράσταση της αποχετευτικής οδού του σπέρματος.

Ωοκύτταρο που περιβάλλεται από κοκκιώδη κύτταρα (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Γαμέτες ονομάζονται τα ειδικά κύτταρα της αναπαραγωγής που περιέχουν τον μισό αριθμό χρωμοσωμάτων σε σχέση με τα υπόλοιπα κύτταρα του σώματος: οι γαμέτες είναι το ωάριο και το σπερματοζωάριο. Ονομάζεται γαμετογένεση η διεργασία ωρίμανσης των γαμετών (σπερματογένεση στον άνδρα και ωογένεση στη γυναίκα). Κατά τη γαμετογένεση, ο αριθμός των χρωμοσωμάτων μειώνεται στο ήμισυ, μέσω μιας ιδιαίτερης κυτταρικής διεργασίας που ονομάζεται μείωση. Ως γνωστόν ο φυσιολογικός αριθμός χρωμοσωμάτων στον άνθρωπο είναι 46. Τα χρωμοσώματα είναι διατεταγμένα κατά ζεύγη και υπάρχουν 23 ομόλογα ζεύγη χρωμοσωμάτων.

Τα σπερματοζωάρια όπως απεικονίζονται στο μικροσκόπιο (μεγέθυνση x 1000 – αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Οι πυρήνες των σωματικών κυττάρων περιέχουν 46 χρωμοσώματα και τα σωματικά κύτταρα καλούνται διπλοειδή (διαθέτουν 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων). Αντίθετα, οι γαμέτες είναι απλοειδή κύτταρα και διαθέτουν 23 χρωμοσώματα (επομένως, το μισό γενετικό υλικό). Κατά συνέπεια, ο ζυγώτης που θα προκύψει από τη συνένωση του απλοειδούς ωαρίου (23 χρωμοσώματα) και του απλοειδούς σπερματοζωαρίου (23 χρωμοσώματα) θα περιέχει 46 χρωμοσώματα.

Τα στάδια της σπερματογένεσης.

Η σπερματογένεση είναι μια συνεχής διεργασία κατά την οποία αρχικά τα ανώριμα γεννητικά κύτταρα (σπερματογόνια) μετατρέπονται σε ώριμα σπερματοζωάρια. Τα σπερματογόνια βρίσκονται στην εξωτερική πλευρά των σπερματικών σωληναρίων του όρχεως ανάμεσα στα κύτταρα του Sertoli. Τα κύτταρα του Sertoli είναι συνέχεια της βασικής μεμβράνης των σπερματικών σωληναρίων, βρίσκονται ανάμεσα στα κύτταρα της σπερματογένεσης και έχουν υποστηρικτικό ρόλο. Τα σπερματογόνια είναι ανενεργά έως την ήβη.

Από την έναρξη της ήβης και μετά,τα σπερματογόνια αρχικά μετατρέπονται σε πρωτοταγή σπερματοκύτταρα (σπερματοκύτταρα πρώτης τάξης). Κάθε πρωτοταγές σπερματοκύτταρο υφίσταται την πρώτη μειωτική διαίρεση και μετατρέπεται σε δύο δευτεροταγή σπερματοκύτταρα (σπερματοκύτταρα δευτέρας τάξης) που είναι μικρά, σφαιρικά, απλοειδή κύτταρα. Τα δευτεροταγή σπερματοκύτταρα περιέχουν μισό αριθμό χρωμοσωμάτων και ένα μόνο φυλετικό χρωμόσωμα Χ ή Υ. Τα δευτεροταγή σπερματοκύτταρα εν συνεχεία υφίστανται τη δεύτερη μειωτική διαίρεση και σχηματίζουν 4 απλοειδείς σπερματίδες.Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής διαίρεσης δεν υπάρχει άλλη ελάττωση του αριθμού των χρωμοσωμάτων: η διαίρεση αυτή, παρότι ονομάζεται μειωτική ομοιάζει πολύ με μια απλή μιτωτική διαίρεση.Οι σπερματίδες σταδιακά χάνουν το κυτταρόπλασμά τους και μετατρέπονται σε ώριμα σπερματοζωάρια, με μια εκτεταμένη διεργασία διαφοροποίησης, γνωστή ως σπερμιογένεση. Μόνο μετά την οριστική διαφοροποίησή τους τα σπερματοζωάρια απελευθερώνονται στον αυλό των σπερματικών σωληναρίων, υπό την επίδραση της τεστοστερόνης, για να καταλήξουν, μέσω του ορχικού δικτύου, στις επιδιδυμίδες.

Σχηματική παράσταση των κυττάρων του σπερματικού σωληναρίου σελ.
Σχηματική παράσταση των κυττάρων του σπερματικού σωληναρίου.
 
 

Οι δύο κύριες λειτουργίες του σπερματοζωαρίου είναι η μεταφορά των 23 απλοειδών χρωμοσωμάτων του στο ωάριο και η ενεργοποίηση της διεργασίας ανάπτυξης του ζυγώτη. Το σπερματοζωάριο έχει ολικό μήκος 50 μm και αποτελείται από τρεις μορφολογικώς και λειτουργικώς διακριτές περιοχές: την κεφαλή, τον αυχένα ή μέσο τμήμα και την ουρά ή μαστίγιο.Η κεφαλή του φυσιολογικού σπερματοζωαρίου έχει σχήμα ωοειδές, μήκος 3-5 μm, πλάτος 2-3 μm και πάχος 1,5 μm. Αποτελείται από τον πυρήνα και το ακρόσωμα, τα οποία καλύπτονται από την πυρηνική μεμβράνη και το μετακροσωματικό έλυτρο. Ο πυρήνας περιέχει το γενετικό υλικό του άνδρα. Το DNA των σπερματοζωαρίων έχει λίγο διαφορετική δομή από το DNA των διπλοειδών (σωματικών) κυττάρων: το DNA βρίσκεται συμπυκνωμένο στον μικρότερο δυνατό όγκο, έτσι ώστε να εξοικονομείται χώρος. Το ακρόσωμα καλύπτει τα πρόσθια δύο τρίτα του πυρήνα και αποτελείται από δύο τμήματα, το πρόσθιο και το τμήμα του ισημερινού.

Σχηματική παράσταση της μορφολογίας του σπερματοζωαρίου.
Σχηματική παράσταση της μορφολογίας του σπερματοζωαρίου.

 Το πρόσθιο τμήμα του ακροσώματος περιέχει πρωτεολυτικά ένζυμα όπως ακροσίνη, θρυψίνη, υαλουρονιδάση και πρωτεάσες, τα οποία κατά την ακροσωματική αντίδραση απελευθερώνονται και υδρολύουν τη μάζα των κοκκιωδών κυττάρων και τη διαφανή ζώνη του ωαρίου με σκοπό να υποβοηθηθεί η διείσδυση του σπερματοζωαρίου και η συγχώνευσή του με το ωάριο. Ο ισημερινός δεν περιέχει ένζυμα αλλά παίζει σημαντικό ρόλο στην ένωση του σπερματοζωαρίου με το ωάριο. Η κυτταρική μεμβράνη καλύπτει την κεφαλή, τον αυχένα και την ουρά. Ωστόσο, κατά την ακροσωματική αντίδραση ρήγνυται μόνο η μεμβράνη της κεφαλής και όχι της ουράς, με συνέπεια να μην επηρεάζεται η κινητικότητα του σπερματοζωαρίου.Το μετακροσωματικό έλυτρο είναι μια πάχυνση της κυτταρικής μεμβράνης μεταξύ του οπισθίου άκρου του ακροσώματος και του οπίσθιου δακτυλίου. Παίζει ρόλο στην αναγνώριση του σπερματοζωαρίου από το ωάριο και την ένωσή τους.Ο αυχένας ή μέσο τμήμα συνδέει την κεφαλή με την ουρά, έχει μήκος 5-7 μm και πλάτος 1 μm. Περιέχει το αξονικό νημάτιο που περιβάλλεται από ινίδια με κυκλοτερή διάταξη και 1-2 κεντροσωμάτια. Ο αυχένας περιλαμβάνει μιτοχόνδρια, ενζυμικά συστήματα γλυκολύσεως και οξειδώσεως και προσδίδει την απαραίτητη ενέργεια για την επιβίωση και την κινητικότητα. Η ουρά έχει μήκος 40-50 μm, αποτελείται από δέκα συνολικά ζεύγη ινιδίων (ένα κεντρικό και εννέα περιφερικά) και προσδίδει στο σπερματοζωάριο τη χαρακτηριστική κινητικότητά του.

Τα στάδια της ακροσωματικής αντίδρασης.
Τα στάδια της ακροσωματικής αντίδρασης
Αριστερά: η κεφαλή του σπερματοζωαρίου και το ακρόσωμα είναι άθικτα.
Κέντρο: η κυτταροπλασματική μεμβράνη και η εξωτερική μεμβράνη του ακροσώματος συντήκονται (συγχωνεύονται) και σχηματίζουν μικρά κυστίδια.
Δεξιά: ολοκλήρωση της ακροσωματικής αντίδρασης.
C = κυτταροπλασματική μεμβράνη N = πυρήνας
O = εξωτερική μεμβράνη του ακροσώματος A = πρόσθιο τμήμα της κεφαλής
I = εσωτερική μεμβράνη του ακροσώματος E = περιοχή του ισημερινού
AC = ακρόσωμα P = μετακροσωματικό έλυτρο
S = υποακροσωματικός χώρος F = Η περιοχή όπου θα λάβει χώρα η σύντηξη (συγχώνευση) με το ωοκύτταρο

Στη διαφανή ζώνη του ωαρίου υπάρχουν ειδικοί υποδοχείς των σπερματοζωαρίων. Έτσι μόνο ανθρώπινα σπερματοζωάρια μπορούν να προσδεθούν στη διαφανή ζώνη ανθρώπινων ωαρίων, διασφαλίζοντας έτσι τον βιολογικό φραγμό.Η σύνδεση του σπερματοζωαρίου με τη διαφανή ζώνη πυροδοτεί την ακροσωματική αντίδραση. Κατά την αντίδραση αυτή προκαλείται τήξη της κυτταρικής μεμβράνης και της εξωτερικής ακροσωματικής μεμβράνης, οπότε δημιουργούνται ανοίγματα, δια μέσου των οποίων απελευθερώνεται το ακροσωματικό περιεχόμενο.Πριν την ακροσωματική αντίδραση πρέπει να γίνει η ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Η ενεργοποίηση είναι η απομάκρυνση ή η διαφοροποίηση διαφόρων ουσιών που καλύπτουν την κυτταρική μεμβράνη. Σε αυτές συγκαταλέγεται ιδίως ο παράγοντας αναστολής της ενεργοποίησης.Φυσιολογικά, η ενεργοποίηση αρχίζει με την είσοδο των σπερματοζωαρίων στην προωορρηκτική αλκαλική τραχηλική βλέννα και ολοκληρώνεται κατά τη διαδρομή τους στην κοιλότητα της μήτρας έως και στον ισθμό των σαλπίγγων. Σπουδαίο ρόλο στην αναστολή της ενεργοποίησης παίζει το σπερματικό πλάσμα με τις πρωτεΐνες που περιέχει και ιδιαίτερα με τον παράγοντα αναστολής της ενεργοποίησης. Συνεπώς, βασική λειτουργία του σπερματικού πλάσματος είναι η προστασία των σπερματοζωαρίων αμέσως μετά την εκσπερμάτιση από το δυσμενές όξινο περιβάλλον του κόλπου, η παροχή θρεπτικών ουσιών όπως η φρουκτόζη, καθώς και η αναστολή του φαινομένου της ενεργοποίησης και της πρόωρης ακροσωματικής αντίδρασης (που θα είχε ως συνέπεια την ταχεία απώλεια της γονιμοποιητικής τους ικανότητας). Όταν το σπερματοζωάριο φθάσει στο ωάριο θα λάβει χώρα σύντηξη μεταξύ της κυτταροπλασματικής μεμβράνης και του ισημερινού της κεφαλής του, με αποτέλεσμα την είσοδό του στο ωάριο.Τα στάδια της ακροσωματικής αντίδρασης.

Τα στάδια της ακροσωματικής αντίδρασης
Αριστερά: η κεφαλή του σπερματοζωαρίου και το ακρόσωμα είναι άθικτα.
Κέντρο: η κυτταροπλασματική μεμβράνη και η εξωτερική μεμβράνη του ακροσώματος συντήκονται (συγχωνεύονται) και σχηματίζουν μικρά κυστίδια.
Δεξιά: ολοκλήρωση της ακροσωματικής αντίδρασης.
C = κυτταροπλασματική μεμβράνη N = πυρήνας
O = εξωτερική μεμβράνη του ακροσώματος A = πρόσθιο τμήμα της κεφαλής
I = εσωτερική μεμβράνη του ακροσώματος E = περιοχή του ισημερινού
AC = ακρόσωμα P = μετακροσωματικό έλυτρο
S = υποακροσωματικός χώρος F = Η περιοχή όπου θα λάβει χώρα η σύντηξη (συγχώνευση) με το ωοκύτταρο

Τα ωάρια όπως και τα σπερματοζωάρια προέρχονται εμβρυολογικώς από αρχέγονα γεννητικά κύτταρα. Ο θηλυκός γαμέτης είναι το δευτερογενές ωοκύτταρο ή ωάριο: είναι το μόνο κύτταρο του ανθρώπινου οργανισμού το οποίο μετά τη γονιμοποίηση μπορεί να αναπτύσσεται ως νέα, αυτοτελής μονάδα.

Το ωάριο είναι ορατό και δια γυμνού οφθαλμού. Έχει διάμετρο περίπου 0,1 mm και είναι το μεγαλύτερο κύτταρο του ανθρώπινου οργανισμού.

Ανθρώπινα ωάρια κατά την ωοληψία όπως φαίνονται στο στερεοσκοπικό μικροσκόπιο (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Η ωογένεση είναι μια διεργασία κατά την οποία το ανώριμο ωογόνιο μετατρέπεται σε ώριμο δευτερογενές ωοκύτταρο, ή ωάριο. Το αρχικό στάδιο του ωαρίου είναι το αρχέγονο γεννητικό κύτταρο. Κατά τη διάρκεια της 5ης εβδομάδας της εμβρυϊκής ζωής, τα αρχέγονα γεννητικά κύτταρα (περίπου 1.000-2.000), μεταναστεύουν από το τοίχωμα του λεκιθικού ασκού στην περιοχή των γονάδων. Η γοναδική περιοχή διαφοροποιείται σε όρχι επί παρουσίας Υ χρωμοσώματος, διαφορετικά εξελίσσεται σε ωοθήκη. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της ωοθήκης τα αρχέγονα γεννητικά κύτταρα, που ονομάζονται πλέον ωογόνια, πολλαπλασιάζονται γρήγορα με μιτωτικές διαιρέσεις, ενώ αρχίζει και η διεργασία της πρώτης μειωτικής διαίρεσης. Ο αριθμός των γεννητικών κυττάρων κατά την 6η-7η εβδομάδα κυήσεως είναι περίπου 10.000 ωογόνια. Στην 8η εβδομάδα (Ohno et al., 1962), τα ωογόνια φθάνουν τις 600.000.

Από αυτή τη φάση της εμβρυϊκής ζωής τα γεννητικά κύτταρα εξαρτώνται από τρεις συνυπάρχουσες διεργασίες: της μίτωσης, της μείωσης και της ατρησίας. Υπερισχύει η μίτωση και έτσι στις 20 εβδομάδες της εμβρυϊκής ζωής έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό των γεννητικών κυττάρων που φθάνουν περίπου τα 7 εκατομμύρια.

Η ατρησία (διεργασία καταστροφής των ωογονίων) παύει τον 7ο μήνα της κυήσεως, οπότε όλα τα ωογόνια, υφιστάμενα τη μειωτική διαίρεση, έχουν μετατραπεί σε αρχέγονα ωοθυλάκια. Σε αυτή τη φάση η ατρησία των ωοθυλακίων αντικαθιστά την ατρησία των ωογονίων και κατά τη γέννηση η ωοθήκη διαθέτει περίπου 1-2 εκατομμύρια γεννητικά κύτταρα. Ο αριθμός αυτός μειώνεται με την ηλικία και στην ήβη απομένουν περίπου 300-400.000. Με τον τρόπο αυτό, η ενήλικη γυναίκα έχει απολέσει το 80% των γεννητικών κυττάρων που είχε στην εμβρυϊκή ζωή. Ο αριθμός των ωοθυλακίων στην ωοθήκη μειώνεται, αλλά με διαφορετικό ρυθμό πριν και μετά την ηλικία των 37 ετών, οπότε στην ωοθήκη βρίσκονται περί τα 25.000 ωοθυλάκια. Στο 51ο έτος ηλικίας, που είναι η συνήθης ηλικία εμμηνόπαυσης, απομένουν περίπου 1.000 ωοθυλάκια, τα οποία εξαφανίζονται έως την ηλικία των 71 ετών.

Ο αριθμός των ωοθυλακίων σε σχέση με την ηλικία κατά Faddy και Gosden.
Ο αριθμός των ωοθυλακίων σε σχέση με την ηλικία κατά Faddy και Gosden.

Η διεργασία της μείωσης αρχίζει περίπου την 8η εβδομάδα της ενδομήτριας ζωής και διακόπτεται στο στάδιο της διπλοταινίας (δηλαδή την πρόφαση της πρώτης μειωτικης διαίρεσης), κατά το οποίο τα διπλά χρωμοσώματα έχουν διαταχθεί κατά ζεύγη. Τα ωοκύτταρα πλέον καλούνται πρωτογενή ωοκύτταρα. Κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, το πρωτογενές ωοκύτταρο περιβάλλεται από ένα στρώμα επίπεδων θυλακικών κυττάρων της ωοθήκης και ο σχηματισμός αυτός ονομάζεται πρωτογενές ωοθυλάκιο. Το πρωτογενές ωοκύτταρο παραμένει αδρανές σε αυτό το στάδιο τουλάχιστον μέχρι την εφηβεία, αλλά ακόμη και για 40 χρόνια αργότερα. Η μειωτική διαίρεση ολοκληρώνεται ακριβώς πριν την ωοθυλακιορρηξία, ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιπέδων της LH και έτσι προκύπτει το δευτερογενές ωοκύτταρο ή ωάριο.

Σχηματική παράσταση της ανάπτυξης και ωρίμανσης του ωοκυττάρου.
Σχηματική παράσταση της ανάπτυξης και ωρίμανσης του ωοκυττάρου

 

Στην πρώτη μειωτική διαίρεσή του πριν την ωοθυλακιορρηξία, αντίθετα με το αντίστοιχο στάδιο της σπερματογένεσης, το κυτταρόπλασμα του πρωτογενούς ωοκυττάρου διαιρείται άνισα. Η συνέχιση της μειωτικής διαίρεσης είναι εμφανής με την εξαφάνιση του βλαστικού κυστιδίου.

Πλήρως ώριμο ωάριο στη μετάφαση ΙΙ της πρώτης μειωτικής διαίρεσης (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης, τα ζεύγη των ομολόγων χρωμοσωμάτων κατανέμονται στα δύο νέα κύτταρα, τα οποία όμως είναι άνισα σε μέγεθος. Το μεγάλο κύτταρο είναι το δευτερογενές ωοκύτταρο, ή ωάριο, που παραλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το κυτταρόπλασμα και δεν αναπτύσσεται περαιτέρω, εκτός αν γονιμοποιηθεί. Το μικρό κύτταρο ονομάζεται πρώτο πολικό σωμάτιο, περιέχει ελάχιστο κυτταρόπλασμα και τον μισό αριθμό ομολόγων χρωμοσωμάτων.

Όταν το σπερματοζωάριο εισέλθει στο δευτερογενές ωοκύτταρο διατρυπώντας τη διαφανή ζώνη και την κυτταροπλασματική μεμβράνη, το ωάριο ενεργοποιείται για να σχηματίσει δύο προπυρήνες, αρσενικό και θηλυκό, που στη συνέχεια θα ενωθούν.

Η μειωτική διαίρεση συνεχίζεται με την είσοδο του σπερματοζωαρίου και σχηματίζονται δύο νέα κύτταρα. Ένα μεγάλο, το γονιμοποιημένο ωάριο και ένα μικρό, το δεύτερο πολικό σωμάτιο.

Γονιμοποίηση
Γονιμοποίηση
Α. Δευτερογενές ωοκύτταρο.
Β. Ο ακτινωτός στέφανος έχει εξαφανιστεί. Ένα σπερματοζωάριο έχει διεισδύσει στο ωάριο και η δεύτερη ωριμοποιητική διαίρεση έχει ολοκληρωθεί.
Γ. Η κεφαλή του σπερματοζωαρίου έχει μεγαλώσει για να σχηματίσει τον άρρενα προπυρήνα.

Ανώριμο ωοκύτταρο στην πρόφαση Ι της μειωτικής διαίρεσης. (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Πριν το τελικό στάδιο ωριμότητας που αντιστοιχεί στην πρόφαση της πρώτης μειωτικής διαίρεσης, το ωοκύτταρο είναι ένα μεγάλο σφαιρικό κύτταρο με έναν μεγάλο πυρήνα, ο οποίος ονομάζεται βλαστικό κυστίδιο.

Το ωοκύτταρο περιβάλλεται από τη διαφανή ζώνη και η διαφανής ζώνη περιβάλλεται από τα κοκκιώδη κύτταρα που διατάσσονται ακτινωτά γύρω της, γι’ αυτό και ονομάζονται ακτινωτός στέφανος.

Ωοκύτταρο που περιβάλλεται από κοκκιώδη κύτταρα (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Προεκβολές από τα κοκκιώδη κύτταρα διεισδύουν στο ωοκύτταρο. Αυτές οι προεκβολές πιθανώς μεταφέρουν χημικά σήματα και θρεπτικά συστατικά. Το ωοκύτταρο περιβάλλεται από την κυτταροπλασματική μεμβράνη, η οποία διαθέτει πολλές προεκτάσεις που καλούνται μικρολάχνες. Στο εσωτερικό του ωοκυττάρου, ακριβώς κάτω από την κυτταρική μεμβράνη, βρίσκονται τα φλοιώδη κοκκία, τα οποία είναι σφαιρικά οργανίδια.

Γονιμοποίηση Γονιμοποίηση
Α. Δευτερογενές ωοκύτταρο.
Β. Ο ακτινωτός στέφανος έχει εξαφανιστεί. Ένα σπερματοζωάριο έχει διεισδύσει στο ωάριο και η δεύτερη ωριμοποιητική διαίρεση έχει ολοκληρωθεί.
Γ. Η κεφαλή του σπερματοζωαρίου έχει μεγαλώσει για να σχηματίσει τον άρρενα προπυρήνα.

Η αναπαραγωγική σειρά του θήλεως.

Στην ωοθήκη βρίσκονται ωοθυλάκια σε διάφορα στάδια ανάπτυξης (αρχέγονα, πρωτογενή, δευτερογενή). Η βασική αναπαραγωγική μονάδα της ωοθήκης είναι τα αρχέγονα ωοθυλάκια, τα οποία βρίσκονται στον φλοιό της ωοθήκης και εμφανίζουν τάση για περαιτέρω ωρίμανση.

Το αρχέγονο ωοθυλάκιο αποτελείται από ένα ωοκύτταρο με διπλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, καθώς η μειωτική του διαίρεση έχει ανασταλεί στο στάδιο της πρόφασης. Το ωοκύτταρο αυτό περιβάλλεται από μια σειρά κοκκωδών κυττάρων και μια βασική μεμβράνη που χωρίζει το σύμπλεγμα ωαρίου-κοκκιωδών κυττάρων από τον πέριξ ιστό. Όσα από τα αρχέγονα ωοθυλάκια συνεχίσουν να εξελίσσονται, μετατρέπονται αρχικά σε πρωτογενή και αργότερα σε δευτερογενή ωοθυλάκια.

Υπό την επίδραση ενός άγνωστου ακόμη διεγερτικού σήματος, το ωάριο αυξάνει σημαντικά σε μέγεθος και καθίσταται ικανό να συνεχίσει τη μειωτική του διαίρεση.

Στο αρχέγονο ωοθυλάκιο, τα κοκκιώδη κύτταρα δεν εμφανίζουν δραστηριότητα μέχρις ότου το ωάριο συμπληρώσει την ανάπτυξή του και περιβληθεί από τη διαφανή ζώνη. Τότε, τα κοκκιώδη κύτταρα μετατρέπονται από πλακώδη σε τυπικά κυβοειδή επιθηλιακά κύτταρα.

Το πρωτογενές ωοθυλάκιο, που παριστά εξέλιξη του αρχέγονου ωοθυλακίου, αποτελείται: α) από ένα ωάριο που αναπτύσσεται, β) τη διαφανή ζώνη που περιβάλλει το ωάριο, γ) από μία ή δύο στοιβάδες κοκκιωδών κυττάρων και δ) από τη βασική μεμβράνη που περιβάλλει τα κοκκιώδη κύτταρα. Το πρωτογενές ωοθυλάκιο αναπτυσσόμενο εξελίσσεται σε δευτερογενές ωοθυλάκιο.

Στην αρχική του φάση, το δευτερογενές ωοθυλάκιο διαφέρει από το πρωτογενές, διότι περιλαμβάνει δύο υποπληθυσμούς κυττάρων που προέρχονται από τον πολλαπλασιασμό και την εν συνεχεία διαφοροποίηση των κοκκιωδών κυττάρων. Αυτά διακρίνονται σε κύτταρα της κοκκιώδους στοιβάδας και σε κύτταρα της έσω και της έξω θήκης. Παράλληλα, στα κύτταρα της θήκης που διαφοροποιούνται σε επιθηλιακά εμφανίζονται υποδοχείς της LH, ενώ στα κύτταρα της κοκκιώδους στοιβάδας εμφανίζονται υποδοχείς της FSH.

Κατά τη διάρκεια της περαιτέρω ανάπτυξης δημιουργούνται μικρές κοιλότητες μεταξύ των κοκκιωδών κυττάρων που ενώνονται μεταξύ τους σε μία ενιαία κοιλότητα γεμάτη υγρό, η οποία καλείται άντρο.

Μέχρι την εμφάνιση του άντρου, η έναρξη της ωρίμανσης των αρχέγονων ωοθυλακίων ελέγχεται και κατευθύνεται από ενδωοθηκικούς παράγοντες και δεν επηρεάζεται από τις γοναδοτροπίνες FSH και LH.

Σχηματική παράσταση των ωοθυλακίων από το αρχέγονο έως το γρααφιανό
Σχηματική παράσταση των ωοθυλακίων από το αρχέγονο έως το γρααφιανό
Β= βασική μεμβράνη Ο= ωάριο Ζ= διαφανής ζώνη
G= κοκκιώδη κύτταρα Τ= κύτταρα της θήκης Α= άντρο του ωοθυλακίου

 

Τα στάδια της ανάπτυξης του ωοθυλακίου από το αρχέγονο έως το προωορρηκτικό (γρααφιανό) ωοθυλάκιο απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα διαστήματα αυτά χωρίζονται σε οκτώ φάσεις, οι οποίες διαρκούν περίπου τρεις γεννητικούς κύκλους, από το στάδιο του ωοθυλακίου χωρίς άντρο μέχρι το προωορρηκτικό ωοθυλάκιο.

Ανάλογα με το κατα πόσο στο δευτερογενές ωοθυλάκιο έχει σχηματιστεί η κοιλότητα (άντρον) ή όχι, αυτό διακρίνεται σε προκοιλοτικό (preantral) και σε κοιλοτικό (antral).

Tα στάδια της ανάπτυξης του ωοθυλακίου από το αρχέγονο έως το γρααφιανό κατά Gougeon et al., 1986.
Tα στάδια της ανάπτυξης του ωοθυλακίου από το αρχέγονο έως το γρααφιανό κατά Gougeon et al., 1986.
Χρονική πορεία της ανάπτυξης του ωοθυλακίου.
Χρονική πορεία της ανάπτυξης του ωοθυλακίου.

 

Έτσι η φάση 1 περιλαμβάνει το δευτερογενές ωοθυλάκιο χωρίς άντρο, η φάση 2 το πρώιμο ωοθυλάκιο με άντρο, η φάση 5 το ωοθυλάκιο με άντρο μεγέθους ~5mm και η φάση 8 το προωθυλακιορρηκτικό ωοθυλάκιο (18-20mm). Οι ενδιάμεσες φάσεις περιλαμβάνουν ωοθυλάκια σε ενδιάμεσο βαθμό εξέλιξης.

Η ανάπτυξη του ωοθυλακίου από το προκοιλοτικό στάδιο (φάση 1) μέχρι το μικρότερο κοιλοτικό στάδιο (με άντρο διαμέτρου περίπου 0,15 mm, φάση 2) χρειάζεται περίπου 25 ημέρες, ενώ η ανάπτυξη μέχρι το κοιλοτικό στάδιο των 2-5 mm (φάση 5) είναι σχετικά βραδεία (περίπου 70 ημέρες).

Στεροειδογένεση ονομάζουμε τη δημιουργία στεροειδών ορμονών δηλαδή ανδρογόνων, προγεστερόνης, οιστρογόνων, κορτιζόνης και αλδοστερόνης. Η κύρια πρόδρομη ουσία για τη στεροειδογένεση είναι η χοληστερόλη που προέρχεται από το οξικό οξύ.

Γονιμοποίηση
Η στεροειδογένεση

Οι αδένες στους οποίους επιτελείται η στεροειδογένεση είναι οι ωοθήκες (ωοθυλάκιο, ωχρό σωμάτιο), οι όρχεις, τα επινεφρίδια και ο πλακούντας. Έτσι στο ωοθυλάκιο παράγονται κυρίως οιστρογόνα, στο ωχρό σωμάτιο προγεστερόνη, στους όρχεις ανδρογόνα, στα επινεφρίδια κορτιζόνη και αλδοστερόνη και τέλος στον πλακούντα οιστρογόνα και προγεστερόνη.

Η LH δρα στα κύτταρα της θήκης του ωοθυλακίου που βρίσκονται κοντά στη βασική μεμβράνη και προκαλεί στεροειδογένεση προς την κατεύθυνση μόνο των ανδρογόνων.

Η θεωρία των δύο κυττάρων – δύο γοναδοτροπινών

Η FSH δρα στα κοκκιώδη κύτταρα, τα οποία μετατρέπουν τα ανδρογόνα σε οιστρογόνα λόγω ενεργοποίησης του συστήματος της αρωματοποίησης (παρουσία ενός ενζύμου, της αρωματάσης). Τα κοκκιώδη κύτταρα χωρίζονται από τα κύτταρα της θήκης από τη βασική μεμβράνη. Κατά την περίοδο της ανάπτυξης των ωοθυλακίων, υποδοχείς FSH υπάρχουν μόνο στα κοκκιώδη κύτταρα ενώ υποδοχείς LH μόνο στα κύτταρα της θήκης. Τα οιστρογόνα (κυρίως η 17-β οιστραδιόλη), ασκώντας τη μιτωτική τους δράση, προκαλούν πολλαπλασιασμό των κοκκιωδών κυττάρων και αύξηση των υποδοχέων της FSH στην επιφάνειά τους.

Αυτό έχει ως συνέπεια την εντονότερη αρωματοποίηση των παραγομένων από τα κύτταρα της θήκης ανδρογόνων και επομένως την παραγωγή όλο και μεγαλυτέρων ποσοτήτων οιστρογόνων , που με τη σειρά τους προάγουν τον πολλαπλασιασμό των κοκκιωδών κυττάρων. Αυτή η συνεργασία των κυττάρων της θήκης και των κοκκιωδών κυττάρων στην παραγωγή οιστρογόνων είναι γνωστή ως «θεωρία των δύο κυττάρων-δυο γοναδοτροπινών».

Ένα από τα αναπτυσσόμενα ωοθυλάκια σε κάθε κύκλο ξεχωρίζει, συνεχίζει να αναπτύσσεται και καθίσταται «κυρίαρχο».

Από τη στιγμή της δημιουργίας του άντρου, μια ομάδα ωοθυλακίων, που είναι περισσότερο ώριμα από βιοχημικής πλευράς, αποκρίνεται καλύτερα στις γοναδοτροπίνες. Στην αρχή του γεννητικού κύκλου, ίσως και 1-2 ημέρες πριν το τέλος του προηγούμενου, παρατηρείται αύξηση της FSH για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η αύξηση αυτή ονομάζεται «παράθυρο της FSH» και ωθεί μία ομάδα ωοθυλακίων σε πιο προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα, σ’ αυτή τη φάση, στις ωοθήκες υπάρχουν αρκετά ωοθυλάκια διαμέτρου 2-5 mm περίπου, τα οποία στρατολογούνται. Η στρατολόγηση των ωοθυλακίων και η επιλογή του «κυρίαρχου» ωοθυλακίου εξαρτώνται αποκλειστικά από την FSH.

Η παραγωγή οιστρογόνων από το ωοθυλάκιο σχηματικά.

Σημειώνεται αρχικά η στεροειδογένεση ανδρογόνων (Δ4-Ανδροστενδιόνης, τεστοστερόνης) υπό την επίδραση της LH στα κύτταρα της θήκης και η αρωματοποίηση των ανδρογόνων σε οιστρογόνα από τα κοκκιώδη κύτταρα. Με τον τρόπο αυτό, τα παραγόμενα στη θήκη ανδρογόνα υφίστανται αρωματοποίηση προς οιστρογόνα από τα κοκκιώδη κύτταρα. Το ωοθυλάκιο που θα διαθέτει τα περισσότερα οιστρογόνα θα διαθέτει και τα περισσότερα κοκκιώδη κύτταρα και τους περισσότερους υποδοχείς FSH, οπότε θα κυριαρχήσει ανάμεσα στα τείνοντα προς ωρίμανση ωοθυλάκια. Το ωοθυλάκιο αυτό ονομάζεται κυρίαρχο ωοθυλάκιο.

Η επιλογή του ωοθυλακίου που θα φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη και ωοθυλακιορρηξία γίνεται την 5η-7η ημέρα του κύκλου. Τα λιγότερο ανεπτυγμένα ωοθυλάκια υποστρέφουν και εκφυλίζονται, μετατρέπονται σε άτρητα και μεταναστεύουν στο στρώμα της ωοθήκης, όπου εξαφανίζονται. Ατρησία μπορεί να επέλθει σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξης του ωοθυλακίου και είναι συνέπεια της επίδρασης διαφόρων αυτοκρινών και παρακρινών παραγόντων που τελικά οδηγούν το κύτταρο σε προγραμματισμένο θάνατο (διεργασία της απόπτωσης, που διαφέρει από τον παθολογικό κυτταρικό θάνατο, τη νέκρωση).

Κατά την παραγωγική φάση του κύκλου, το δευτερογενές ωοθυλάκιο που επικρατεί (κυρίαρχο) αυξάνει γρήγορα σε μέγεθος από 2 mm σε 20 mm. Αυτή η υπέρμετρη αύξηση του ωοθυλακίου οφείλεται κυρίως στη συσσώρευση ωοθυλακικού υγρού στην κοιλότητα του άντρου.

Η επιλογή του κυρίαρχου ωοθυλακίου από την ομάδα των δευτερογενών ωοθυλακίων που δέχονται την αυξημένη δράση της FSH δεν είναι ακριβώς γνωστή. Πιθανώς έχει σχέση αφ’ ενός με τον αυξημένο αριθμό υποδοχέων της FSH στα κοκκιώδη κύτταρα, τα οποία με αρωματοποιό σύστημα μετατρέπουν τα ανδρογόνα σε οιστρογόνα και αφ’ ετέρου με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της αγγειώσης της θήκης του ωοθυλακίου, η οποία έχει ως συνέπεια τη μεγαλύτερη προσαγωγή FSH στα κοκκιώδη κύτταρα. Ως γνωστόν, η θήκη παράγει ανδρογόνα υπό την επίδραση της LH. Στη διαδικασία επιλογής του κυρίαρχου ωοθυλακίου και της διάσωσής του από την ατρησία υπεισέρχεται και η επαρκής παραγωγή ενός αυξητικού παράγοντα που ομοιάζει με την ινσουλίνη (IGF-1). H FSH διεγείρει την παραγωγή ειδικών ενζύμων (πρωτεασών), οι οποίες διασπούν τις πρωτεΐνες που δεσμεύουν τον IGF-1, προλαμβάνοντας έτσι την απόπτωση.

Μετά την επιλογή του κυρίαρχου ωοθυλακίου την 5η-7η ημέρα του κύκλου, τα παραγόμενα οιστρογόνα προέρχονται από το κυρίαρχο ωοθυλάκιο. Η αύξηση των οιστρογόνων προκαλεί, μέσω αρνητικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης (ανάδρασης), μείωση της έκκρισης των γοναδοτροπινών από την υπόφυση και έτσι η FSH ελαττώνεται. Με τη μείωση της FSH παύει η υποστήριξη των μικρότερων ωοθυλακίων, τα οποία θα καταστραφούν με τον μηχανισμό της ατρησίας. Το κυρίαρχο ωοθυλάκιο όμως, έχοντας περισσότερους υποδοχείς FSH, περισσότερα κοκκιώδη κύτταρα και αυξημένη αιμάτωση, εξελίσσεται έστω και με υποστήριξη από χαμηλά επίπεδα FSH. Τα κοκκιώδη κύτταρα διογκώνονται και παράγουν αυξημένες ποσότητες 17-β οιστραδιόλης που φθάνει στη μέγιστη συγκέντρωσή της 24-36 ώρες πριν την ωοθυλακιορρηξία. Παράλληλα, στο ωάριο, η διεργασία της μειωτικής διαίρεσης φθάνει προς το τέλος της.

Στη φάση αυτή, η FSH σε συνέργεια με τα οιστρογόνα προωθεί τη δημιουργία υποδοχέων LH στα κοκκιώδη κύτταρα, ενώ μέχρι τώρα οι υποδοχείς αυτοί υπήρχαν μόνο στα κύτταρα της θήκης.

Σχηματική παράσταση των ωοθυλακίων από το αρχέγονο έως το γρααφιανό
Σχηματική παράσταση των ωοθυλακίων από το αρχέγονο έως το γρααφιανό
Β= βασική μεμβράνη Ο= ωάριο Ζ= διαφανής ζώνη
G= κοκκιώδη κύτταρα Τ= κύτταρα της θήκης Α= άντρο του ωοθυλακίου

Η LH αυξάνει και προκαλεί αιχμή της τιμής της: αυτό είναι συνέπεια της θετικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης στην αύξηση των οιστρογόνων (150-300 pg οιστραδιόλης για περίπου 50 ώρες). Στην υπόφυση, τα αυξημένα οιστρογόνα προκαλούν αύξηση των υποδοχέων της GnRH. Το μεσοκυκλικό κύμα της LH διαρκεί περίπου 48 ώρες και προκαλεί την ωοθυλακιορρηξία 12-14 ώρες μετά την αιχμή του, δηλαδή 34-36 ώρες μετά την έναρξη του μεσοκυκλικού κύματος, ή 36 περίπου ώρες μετά την αιχμή των οιστρογόνων. Η LH, επιδρώντας στα κοκκιώδη κύτταρα 48 ώρες πριν την αιχμή της, προκαλεί παραγωγή προγεστερόνης.

Το μεσοκυκλικό κύμα της LH.
Το μεσοκυκλικό κύμα της LH.

 

Η παραγωγή προγεστερόνης αυξάνει σημαντικά 12-24 ώρες πριν την ωοθυλακιορρηξία, αλλά τα επίπεδα των τιμών της είναι σαφώς χαμηλότερα από την ωχρινική φάση. Στο μέσον του κύκλου σημειώνεται αιχμή των παραγόμενων ανδρογόνων λόγω της δράσης των αυξημένων επιπέδων LH στα κύτταρα της θήκης των άτρητων ωοθυλακίων, πριν αυτά μετατραπούν σε στρώμα.

Επίσης στο μέσον του κύκλου παρατηρείται μικρή αύξηση της FSH η οποία πιθανώς σχετίζεται: α) με την απόσπαση του ωαρίου από τα κοκκιώδη κύτταρα και β) με την αύξηση του αριθμού υποδοχέων LH στα κοκκιώδη κύτταρα που είναι απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία του ωχρού σωματίου μετά την ωοθυλακιορρηξία. Στο μέσον του κύκλου παρατηρείται ακόμη αύξηση των προσταγλανδινών Ε και F και άλλων παραγόντων στο ωοθυλακικό υγρό. Όταν το ωοθυλάκιο συμπληρώνει την ανάπτυξή του, το τοίχωμά του στην επιφάνεια της ωοθήκης λεπτύνεται και ρήγνυται. Το ωάριο περιβάλλεται από πολλαπλές στοιβάδες κοκκιωδών κυττάρων, που συνολικά καλούνται ωοφόρος λόφος.

Γονιμοποίηση.
Γονιμοποίηση
Α. Δευτερογενές ωοκύτταρο.
Β. Ο ακτινωτός στέφανος έχει εξαφανιστεί. Ένα σπερματοζωάριο έχει διεισδύσει στο ωάριο και η δεύτερη ωριμοποιητική διαίρεση έχει ολοκληρωθεί.
Γ. Η κεφαλή του σπερματοζωαρίου έχει μεγαλώσει για να σχηματίσει τον άρρενα προπυρήνα.

 

Με την επίδραση της LH στο ωάριο ολοκληρώνεται η διαδικασία της μειωτικής του διαίρεσης (μείωσης). Η διεργασία της μείωσης αρχίζει από την ενδομήτρια ζωή στα αρχέγονα ωοθυλάκια, αλλά αναστέλλεται στο στάδιο της πρόφασης, της πρώτης μειωτικής διαίρεσης και παραμένει στο στάδιο αυτό μέχρι τη φάση της ωοθυλακιορρηξίας. Η αναστολή της μείωσης οφείλεται στον αναστολέα ωρίμανσης των ωαρίων, ο οποίος παράγεται από τα κοκκιώδη κύτταρα του ωοφόρου λόφου και ασκεί τη δράση του εισερχόμενος στο ωάριο μέσω των χασματοσυνδέσεις(που ενίοτε αναφέρονται ως σχισμοειδείς συνάψεις). Υπό την επίδραση της LH οι χασματοσυνδέσεις απενεργοποιούνται και το ωάριο συνεχίζει την μειωτική του διαίρεση.

Σχηματική παράσταση των μεταβολών του σπερματοζωαρίου κατά τη γονιμοποίηση.
Σχηματική παράσταση των μεταβολών του σπερματοζωαρίου κατά τη γονιμοποίηση.
Α. Άθικτο σπερματοζωάριο. Η κεφαλή καθίσταται επίπεδη.
Β. Η ακροσωματική αντίδραση. Η εξωτερική μεμβράνη του ακροσώματος έχει σχηματισμούς σαν κυστίδια, τα οποία απορρίπτονται.
Γ. Μετά την ακροσωματική αντίδραση η ακροσωματική καλύπτρα εξαφανίζεται, εκτός από την περιοχή του ισημερινού.

Είναι ο σχηματισμός που προκύπτει μετά την ωοθυλακιορρηξία, από το ωοθυλάκιο το οποίο γεμίζει αρχικά με αίμα και στη συνέχεια με μια κιτρινωπή ουσία.

Μετά τη ρήξη του ωοθυλακίου, τα κοκκιώδη κύτταρα συνθέτουν στεροειδείς ορμόνες και κυρίως προγεστερόνη, που τα επίπεδά της αυξάνουν προοδευτικά φθάνοντας τα 25 ng/ml περίπου 7-8 ημέρες μετά την ωοθυλακιορρηξία. Η προγεστερόνη έχει ποικίλες βιολογικές δράσεις, με κυριότερη την προετοιμασία του ενδομητρίου για να υποδεχθεί το έμβρυο. Η αύξηση της προγεστερόνης ακολουθείται από μείωση της FSH και LH. H FSH αυξάνεται στο τέλος της ωχρινικής φάσης (1-2 ημέρες πριν την έμμηνο ρύση), ως αποτέλεσμα της πτώσης των επιπέδων προγεστερόνης και οιστρογόνων από το εκφυλιζόμενο ωχρό σωμάτιο. Η διάρκεια ζωής του ωχρού σωματίου σε περίπτωση απουσίας γονιμοποίησης είναι 14±2 ημέρες. Στη συνέχεια, το ωχρό σωμάτιο εκφυλίζεται και ονομάζεται λευκό σωμάτιο. Εάν επέλθει εγκυμοσύνη, το ωχρό σωμάτιο συνεχίζει τη λειτουργία του για 6-8 εβδομάδες, υποστηριζόμενο από την έκκριση χοριακής γοναδοτροπίνης από την συγκυτιοτροφοβλάστη και ονομάζεται ωχρό σωμάτιο της κυήσεως.

Στην περίοδο αυτή παράγει προγεστερόνη, ενώ στη συνέχεια την ορμονική υποστήριξη της κυήσεως αναλαμβάνει ο πλακούντας.

Η γονιμοποίηση συνήθως γίνεται στην λήκυθο της σάλπιγγας. Είναι το αποτέλεσμα της συνένωσης ενός ωαρίου με ένα σπερματοζωάριο, που είναι απλοειδή κύτταρα με 23 χρωμοσώματα το κάθε ένα, με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός διπλοειδούς ζυγώτη με 46 χρωμοσώματα, δηλαδή όσα και τα χρωμοσώματα των ανθρωπίνων σωματικών κυττάρων.

Γονιμοποίηση
Γονιμοποίηση
Α. Δευτερογενές ωοκύτταρο.
Β. Ο ακτινωτός στέφανος έχει εξαφανιστεί. Ένα σπερματοζωάριο έχει διεισδύσει στο ωάριο και η δεύτερη ωριμοποιητική διαίρεση έχει ολοκληρωθεί.
Γ. Η κεφαλή του σπερματοζωαρίου έχει μεγαλώσει για να σχηματίσει τον άρρενα προπυρήνα.

Λίγο πριν τη γονιμοποίηση, το ωάριο και το σπερματοζωάριο υφίστανται αλλαγές που είναι απαραίτητες για τη συνένωσή τους.

Πλήρως ώριμο ωάριο στη μετάφαση ΙΙ της δεύτερης μειωτικής διαίρεσης (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Το ωάριο αρχίζει να ωριμάζει υπό την επίδραση της φυσικής αιχμής της LH και 25 ώρες αργότερα εξαφανίζεται ο πυρήνας του (βλαστικό κυστίδιο). Η πρώτη μειωτική διαίρεση ολοκληρώνεται με την εκβολή του πρώτου πολικού σωματίου. Τα φλοιώδη κοκκία μεταναστεύουν από το κυτταρόπλασμα προς την κυτταρική μεμβράνη. Τα κοκκιώδη κύτταρα γύρω από το ωάριο γίνονται βλεννώδη και δημιουργούν τον ακτινωτό στέφανο. Στον ίδιο χρόνο το ωοκύτταρο αρχίζει τη δεύτερη μειωτική διαίρεση, αλλά η διεργασία διακόπτεται για άλλη μία φορά, στην ανάφαση. Το ωάριο είναι πλέον ώριμο και στο κατάλληλο στάδιο για τη γονιμοποίηση. Ολόκληρη η διεργασία αυτή συμπληρώνεται 28-32 ώρες μετά το κύμα της LH.

Το ώριμο ανθρώπινο ωάριο έχει διάμετρο 110-120 μm, ενώ μαζί με τη διαφανή ζώνη η διάμετρός του φθάνει τα 140-150 μm. Οι μειωτικές διαιρέσεις είναι πολύ ασύμμετρες. Τα πολικά σωμάτια έχουν διάμετρο μόλις μερικά μm, ενώ το ώριμο ωάριο είναι το πιο μεγάλο κύτταρο του ανθρώπινου οργανισμού.

Το σπερματοζωάριο υφίσταται διεργασία ωριμάνσης στην επιδιδυμίδα αλλά δεν είναι ικανό να γονιμοποιήσει το ωάριο μετά την εκσπερμάτιση. Υφίσταται περαιτέρω ωρίμανση στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας (ενεργοποίηση). Με την ενεργοποίηση αφαιρείται το προστατευτικό κάλυμμα που περιβάλλει το σπερματοζωάριο για να ακολουθήσει η ακροσωματική αντίδραση.

των μεταβολών του σπερματοζωαρίου κατά τη γονιμοποίηση.

Σχηματική παράσταση των μεταβολών των μεταβολών του σπερματοζωαρίου κατά τη γονιμοποίηση.
Α. Άθικτο σπερματοζωάριο. Η κεφαλή καθίσταται επίπεδη.
Β. Η ακροσωματική αντίδραση. Η εξωτερική μεμβράνη του ακροσώματος έχει σχηματισμούς σαν κυστίδια, τα οποία απορρίπτονται.
Γ. Μετά την ακροσωματική αντίδραση η ακροσωματική καλύπτρα εξαφανίζεται, εκτός από την περιοχή του ισημερινού.

Λίγες ώρες αργότερα, οι μεμβράνες των προπυρήνων διαλύονται και το γενετικό υλικό τους συντήκεται, φαινόμενο το οποίο ονομάζεται καρυογαμία. Έτσι ολοκληρώνεται η διεργασία της γονιμοποίησης. Η χρωματίνη οργανώνεται αμέσως σε χρωμοσώματα, τα οποία στη συνέχεια συμμετέχουν στην πρώτη κυτταρική διαίρεση.

Συγγαμία (καρυογαμία).
Συγγαμία (καρυογαμία).

Για να γονιμοποιήσει ένα ωάριο, το σπερματοζωάριο πρέπει να περάσει τρία κυρίως εμπόδια: τα κοκκιώδη κύτταρα, τη διαφανή ζώνη, την κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου.

Κοκκιώδη κύτταρα

Τα κοκκιώδη κύτταρα είναι διεσπαρμένα μέσα σε ένα βλεννοπολυσακχαριτικό πήκτωμα, το οποίο διασπάται από το ένζυμο υαλουρονιδάση. Κατά τη διάρκεια της διέλευσής τους δια μέσου των στοιβάδων των κοκκιωδών κυττάρων τα σπερματοζωάρια υπερενεργοποιούνται: η ουρά αρχίζει να κινείται σε τρεις, αντί σε δύο διαστάσεις.

Η διαφανής ζώνη

Η διαφανής ζώνη έχει πάχος 15-20 μm και περιέχει, μεταξύ άλλων, τις γλυκοπρωτεΐνες ΖΡ1, ΖΡ2, ΖΡ3, που αποτελούν ειδικούς υποδοχείς της κεφαλής των σπερματοζωαρίων. Η φυσιολογική μορφολογία της κεφαλής έχει καίρια σημασία: τα σπερματοζωάρια που φέρουν ατυπίες της κεφαλής δεν μπορούν να προσδεθούν επαρκώς με τη διαφανή ζώνη. Η ακροσωματική αντίδραση αρχίζει μετά την πρόσδεση με τη διαφανή ζώνη. Η διάρκειά της υπολογίζεται σε 10-15 λεπτά μετά την επαφή του σπερματοζωαρίου με τη διαφανή ζώνη. Τα πρωτεολυτικά ένζυμα που απελευθερώνονται από το ακρόσωμα διαβρώνουν τοπικά τη διαφανή ζώνη και έτσι το σπερματοζωάριο είναι δυνατόν να διέλθει δια μέσου αυτής, με τις αυξημένες κινήσεις της ουράς που έχει προηγουμένως υπερενεργοποιηθεί. Μετά την πλήρη διάτρηση της διαφανούς ζώνης το σπερματοζωάριο βρίσκεται στο περιλεκιθικό διάστημα, όπου συναντά το τελευταίο εμπόδιο: την κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου. Αυτή η μεμβράνη καλύπτεται από μικρολάχνες. Πριν την προσκόλληση οι υποδοχείς στην κεφαλή του σπερματοζωαρίου πρέπει να έλθουν σε επαφή με τους συμπληρωματικούς υποδοχείς της κυτταροπλασματικής μεμβράνης του ωαρίου.Σχηματική παράσταση των μεταβολών του σπερματοζωαρίου κατά τη γονιμοποίηση.

Σχηματική παράσταση των μεταβολών του σπερματοζωαρίου κατά τη γονιμοποίηση.
Α. Άθικτο σπερματοζωάριο. Η κεφαλή καθίσταται επίπεδη.
Β. Η ακροσωματική αντίδραση. Η εξωτερική μεμβράνη του ακροσώματος έχει σχηματισμούς σαν κυστίδια, τα οποία απορρίπτονται.
Γ. Μετά την ακροσωματική αντίδραση η ακροσωματική καλύπτρα εξαφανίζεται, εκτός από την περιοχή του ισημερινού.

Διαδικασία γονιμοποίησης: Τα βέλη δείχνουν την ακολουθία. Πρόσδεση του  σπερματοζωαρίου στη διαφανή ζώνη, ακολουθεί η ακροσωματική αντίδραση και διείσδυση στη ζώνη. Το σπερματοζωάριο συντήκεται με την κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου και προκαλεί τη φλοιώδη αντίδραση (κίτρινη περιοχή).

Διαδικασία γονιμοποίησης: Τα βέλη δείχνουν την ακολουθία. Πρόσδεση του σπερματοζωαρίου στη διαφανή ζώνη, ακολουθεί η ακροσωματική αντίδραση και διείσδυση στη ζώνη. Το σπερματοζωάριο συντήκεται με την κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου και προκαλεί τη φλοιώδη αντίδραση (κίτρινη περιοχή).

Το σπερματοζωάριο προσεγγίζει την επιφάνεια του ωαρίου υπό γωνίαν. Διάφοροι τρόποι προσέγγισης είναι πιθανοί και δεν είναι γνωστό ποιος διευκολύνει περισσότερο την επαφή. Αν το σπερματοζωάριο πλησιάζει την επιφάνεια με τη στενή του πλευρά, το πρόσθιο άκρο της κεφαλής του σπερματοζωαρίου διεισδύει ανάμεσα στις μικρολάχνες και η επαφή γίνεται κυρίως μεταξύ της εσωτερικής ακροσωματικής μεμβράνης και των μικρολαχνών. Στο σημείο αυτό είναι εξ ίσου σημαντικό το σχήμα της κεφαλής να είναι φυσιολογικό, έτσι ώστε οι υποδοχείς να μπορούν να κάνουν καλή επαφή με το ωάριο.

Η πρόσδεση αρχίζει ανάμεσα στην κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου και στην περιοχή του ισημερινού της κεφαλής του σπερματοζωαρίου και στη συνέχεια ακολουθεί η συνένωσή τους.

Η πρόσδεση της κεφαλής του σπερματοζωαρίου στο ωάριο προκαλεί τοπικές μεταβολές στην κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου. Αμέσως μετά την πρόσδεση, τα φλοιώδη κοκκία προσδένονται στη μεμβράνη και το περιεχόμενό τους εξωκυτταρώνεται στο περιλεκιθικό διάστημα, απελευθερώνοντας ένζυμα (πρωτεάσες) που τροποποιούν τη χημική δομή της διαφανούς ζώνης. Με τον τρόπο αυτό, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η διαφανής ζώνη καθίσταται αδιαπέραστη για τα υπόλοιπα σπερματοζωάρια. Αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς μηχανισμούς αποτροπής της πολλαπλής γονιμοποίησης.

Διαδικασία γονιμοποίησης: Τα βέλη δείχνουν την ακολουθία. Πρόσδεση του  σπερματοζωαρίου στη διαφανή ζώνη, ακολουθεί η ακροσωματική αντίδραση και διείσδυση στη ζώνη. Το σπερματοζωάριο συντήκεται με την κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου και προκαλεί τη φλοιώδη αντίδραση (κίτρινη περιοχή).
Διαδικασία γονιμοποίησης: Τα βέλη δείχνουν την ακολουθία. Πρόσδεση του σπερματοζωαρίου στη διαφανή ζώνη, ακολουθεί η ακροσωματική αντίδραση και διείσδυση στη ζώνη. Το σπερματοζωάριο συντήκεται με την κυτταροπλασματική μεμβράνη του ωαρίου και προκαλεί τη φλοιώδη αντίδραση (κίτρινη περιοχή).

Διείσδυση σπερματοζωαρίου

Η πρώτη στενή επαφή λαμβάνει χώρα ανάμεσα στη μεμβράνη του ωαρίου και το τμήμα του ισημερινού της κεφαλής του σπερματοζωαρίου. Στη διεργασία αυτή εμπλέκονται ειδικά μόρια που επιτρέπουν τη σύντηξη των μεμβρανών. Επίσης απαραίτητες είναι και ορισμένες πρωτεΐνες, οι οποίες πιστεύεται πως εντοπίζονται στο ισημερινό τμήμα της κεφαλής του σπερματοζωαρίου.

Μόλις ξεκινήσει η σύντηξη, ο φλοιός αντιδρά. Τα κοκκία του φλοιού απελευθερώνονται και ο κυτταρικός σκελετός ενεργοποιείται στην περιοχή του φλοιού, με αποτέλεσμα την εγκόλπωση της κεφαλής. Παράλληλα, η σύντηξη των μεμβρανών συνεχίζεται έως ότου η κεφαλή του σπερματοζωαρίου εισέλθει πλήρως στο ωάριο. Η όλη διεργασία έχει πολλές ομοιότητες με τη φαγοκυττάρωση.

Αμέσως μετά τη σύντηξη, η μεμβράνη που περικλείει τον πυρήνα του σπερματοζωαρίου αρχίζει να ρήγνυται υπό την επίδραση κυτταροπλασματικών παραγόντων του ωαρίου. Παράλληλα ενεργοποιούνται και άλλα συστατικά του ωαρίου. Η δεύτερη μειωτική διαίρεση, που είχε διακοπεί στην ανάφαση, ολοκληρώνεται και εκβάλλεται το δεύτερο πολικό σωμάτιο. Τα χρωμοσώματα του ωαρίου περιβάλλονται από μεμβράνη και σχηματίζουν τον θήλυ προπυρήνα. Η χρωματίνη στην κεφαλή του σπερματοζωαρίου αποσυμπυκνώνεται και περιβάλλεται από μεμβράνη, σχηματίζοντας έτσι τον άρρενα προπυρήνα. Κατά τη διάρκεια του σχηματισμού των προπυρήνων λαμβάνει χώρα σύνθεση DNA.

Ωάριο με δύο προπυρήνες και δύο πολικά σωμάτια (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Συνήθως οι προπυρήνες είναι αρχικά απομακρυσμένοι. Ο θήλυς βρίσκεται προς τη μεριά του δεύτερου πολικού σωματίου και ο άρρην στην περιοχή του φλοιού όπου εισχώρησε η κεφαλή του σπερματοζωαρίου. Στη συνέχεια και οι δυο προπυρήνες μετακινούνται προς το κέντρο του ωαρίου. Τελικά είκοσι περίπου ώρες μετά την επαφή του σπερματοζωαρίου με το ωάριο, οι προπυρήνες φθάνουν στο κέντρο του ωαρίου και διατάσσονται δίπλα-δίπλα.

Ένα μεγάλο ποσοστό (περίπου 30 %) των ωαρίων που έρχονται σε επαφή με σπερματοζωάρια in vitro δεν αναπτύσσουν προπυρήνες. Αν οι παράμετροι του σπέρματος είναι πτωχές, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην έχει επιτευχθεί διείσδυση σπερματοζωαρίου στο ωάριο. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε ελάττωμα στους μηχανισμούς συγκόλλησης και διείσδυσης του σπερματοζωαρίου. Επίσης μπορεί να υπάρχει πρόβλημα στους υποδοχείς της διαφανούς ζώνης, γεγονός που παρεμποδίζει την είσοδο των σπερματοζωαρίων.

Μη γονιμοποιημένο ωοκύτταρο με δύο πολικά σωμάτια. Ίδια εμφάνιση έχει και το γονιμοποιημένο ωάριο πριν τη διαίρεση (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Ακόμη και αν οι παράμετροι του σπέρματος είναι ικανοποιητικές, ένας αριθμός φαινομενικά ώριμων ωαρίων δεν αναπτύσσει προπυρήνες. Κυτταρολογικές μελέτες έδειξαν πως 30% των ωαρίων αυτών είναι στην πραγματικότητα ανώριμα, ενώ 60% των ώριμων ωαρίων δεν διαθέτουν τον φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις (9%) σπερματοζωάρια διεισδύουν σε ανώριμα ωάρια, αλλά δεν σχηματίζονται προπυρήνες: η χρωματίνη σχηματίζει απλώς μορφές που ομοιάζουν με χρωμοσώματα υπό την επίδραση κυτταροπλασματικών παραγόντων. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται πρώιμη σύντηξη χρωμοσωμάτων.

Σε ένα φυσιολογικά γονιμοποιημένο ωάριο οι δύο προπυρήνες παρατηρούνται 14-20 ώρες μετά τη διείσδυση του σπερματοζωαρίου. Σε ένα μικρό ποσοστό (3-6%) των ωαρίων παρατηρείται ένας μόνον προπυρήνας.

Ανώμαλα γονιμοποιημένο ωάριο με 1 προπυρήνα (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται συχνότερα σε περιπτώσεις προσπαθειών εξωσωματικής γονιμοποίησης, στις οποίες έχει συλλεγεί σχετικά μεγάλος αριθμός ωαρίων. Τα ωάρια με έναν προπυρήνα δεν είναι κατ’ ανάγκην γονιμοποιημένα με ανώμαλο τρόπο. Αν εξετασθούν ξανά 4-6 ώρες αργότερα, ο δεύτερος προπυρήνας εμφανίζεται στο 25% των περιπτώσεων και τα ωάρια αυτά είναι δυνατόν να αναπτυχθούν φυσιολογικά. Κυτταρολογικές αναλύσεις έδειξαν πως τουλάχιστον 50% των ωαρίων με έναν προπυρήνα είχαν γονιμοποιηθεί φυσιολογικά. Σημειωτέον ότι ο άρρην και ο θήλυς προπυρήνας δεν σχηματίζονται πάντοτε ταυτόχρονα.

Η προέλευση του προπυρήνα που αναπτύσσεται πρώτος δεν είναι πάντοτε σαφής. Μερικές φορές προέρχεται από το ωάριο, οπότε αυτό είναι δυνατόν να έχει γονιμοποιηθεί από ένα ή περισσότερα σπερματοζωάρια. Μερικά από τα ωάρια που εξετάσθηκαν περιείχαν ένα μόνον χρωμόσωμα Υ, οπότε ο προπυρήνας προερχόταν πιθανότατα από το σπερματοζωάριο. Μια άλλη περίπτωση είναι ο προπυρήνας να προέρχεται από τη σύντηξη μητρικού και πατρικού προπυρήνα. Ωάρια με έναν προπυρήνα, τα οποία όμως είναι απλοειδή δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά. Αυτή η αυτόματη παρθενογένεση έχει παρατηρηθεί σπανιότατα στον άνθρωπο. Άλλες μελέτες έδειξαν πως από τα ωάρια με έναν προπυρήνα που διαιρέθηκαν, το 80% ήταν διπλοειδή, το 12% απλοειδή και το 7% τριπλοειδή.

Φυσιολογικά, με την είσοδο του σπερματοζωαρίου, το ωάριο υφίσταται μεταβολές (εμπόδιο στην πολυσπερμία), οι οποίες παρεμποδίζουν την περαιτέρω είσοδο άλλων σπερματοζωαρίων, η οποία θα οδηγούσε προφανώς στη δημιουργία γενετικώς μη ισορροπημένων εμβρύων. Ωστόσο, σε έναν αριθμό γονιμοποιημένων ωαρίων in vitro εμφανίζονται περισσότεροι από δύο προπυρήνες. Ένα ποσοστό των γονιμοποιημένων ωαρίων in vitro εμφανίζουν τρεις προπυρήνες και σπανιότερα τέσσερις ή και περισσότεροι. Ένα ή περισσότερα πολυπροπυρηνικά ωάρια παρατηρούνται στο ένα τέταρτο περίπου των κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Ανώμαλα γονιμοποιημένο ωάριο με 3 προπυρήνες και 2 πολικά σωμάτια. Διακρίνονται σπερματοζωάρια προσκολλημένα στη διαφανή ζώνη(αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Σχεδόν το 90% αυτών προκαλούνται από τη διείσδυση ενός δεύτερου σπερματοζωαρίου, ενώ τα υπόλοιπα οφείλονται στην αποτυχία εκβολής του δεύτερου πολικού σωματίου μετά την ολοκλήρωση της μειωτικής διαίρεσης του ωαρίου.

Η είσοδος και δεύτερου σπερματοζωαρίου μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, ένας από τους οποίους είναι η τοποθέτηση υπερβολικά μεγάλου αριθμού σπερματοζωαρίων στην καλλιέργεια των ωαρίων κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση. Ιδιαίτερα, συγκεντρώσεις μεγαλύτερες των 500.000 ανά ml μπορούν να αυξήσουν το ποσοστό των πολυσπερμικών ζυγωτών άνω του 20%. Επίσης έχει περιγραφεί ότι τα ανώμαλα και τα υπερώριμα ωάρια έχουν αυξημένη τάση να εκδηλώσουν πολυσπερμία.

Στα ανώριμα ωάρια, τα φλοιώδη κοκκία εντοπίζονται σε βαθύτερη θέση στο κυτταρόπλασμα και όχι πλησίον της μεμβράνης, με συνέπεια το εμπόδιο στην πολυσπερμία να μην μπορεί να λειτουργήσει. Από την άλλη πλευρά, εάν το σπέρμα είναι κακής ποιότητας μπορεί τα ωάρια να χρειασθούν μεγαλύτερο διάστημα από το κανονικό για να γονιμοποιηθούν, οπότε καθίστανται υπερώριμα, αυξάνοντας την πιθανότητα πολυσπερμίας. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται επίσης αν ο αριθμός των ωαρίων που ελήφθησαν κατά την ωοληψία είναι σχετικά μεγάλος.

Γενικά, η εμφάνιση πολυσπερμικών ωαρίων δεν έχει αρνητική επίδραση στην τελική έκβαση της προσπάθειας (βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι μεταφέρονται μόνον φυσιολογικώς γονιμοποιημένα ωάρια στη μητρική κοιλότητα). Τα ωάρια με περισσότερους από δύο προπυρήνες συνήθως δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά και δεν μεταφέρονται ποτέ στη μήτρα. Τριπλοειδείς ζυγώτες (συνήθως αποτέλεσμα δισπερμίας) εμφανίζονται και στη φυσιολογική γονιμοποίηση (in vivo) και μερικές φορές καταλήγουν σε εγκυμοσύνη. Οι περιπτώσεις αυτές οδηγούν σχεδόν πάντοτε σε αυτόματη αποβολή, μύλη κύηση, ή μη βιώσιμη κύηση.

Ένας φαινομενικά φυσιολογικός ζυγώτης (δύο προπυρήνες) δεν είναι απαραίτητα και γενετικώς φυσιολογικός. Η πιο συχνά παρατηρούμενη ανωμαλία είναι η ανευπλοειδία (μη φυσιολογικός αριθμός χρωμοσωμάτων). Η ανευπλοειδία είναι σχετικά συχνό φαινόμενο στους ανθρώπινους γαμέτες. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα μη διαχωρισμού των χρωμοσωμάτων κατά τη διάρκεια της μείωσης στο ωάριο ή στο σπερματοζωάριο. Επίσης, ένα ποσοστό των ανθρώπινων ωαρίων που παράγονται μετά από ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ανευπλοειδικά. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται στη χρήση ορμονών, δεδομένου ότι παρόμοιο είναι και το ποσοστό ανευπλοειδικών ωαρίων στους φυσικούς κύκλους. Εξ άλλου, τα ποσοστά χρωμοσωματικών ανωμαλιών στις αυτόματες αποβολές μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση είναι παρόμοια με αυτά που παρατηρούνται και μετά από φυσιολογική σύλληψη.

Η πιθανότητα χρωμοσωματικών ανωμαλιών στο ωάριο αυξάνει ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας. Αυτό ισχύει για τις τρισωμίες καθώς και για την εμφάνιση θραυσμάτων στα χρωμοσώματα. Αύξηση της πιθανότητας χρωμοσωματικών ανωμαλιών στα σπερματοζωάρια παρατηρούνται με την αύξηση της ηλικίας και στον άνδρα, ωστόσο δεν παρατηρείται σχέση ανάμεσα στην ύπαρξη των ανωμαλιών αυτών και την ποιότητα του σπέρματος.

Η ανάπτυξη αρχίζει μετά τη γονιμοποίηση και τη δημιουργία του ζυγώτη, που είναι το πρώτο κύτταρο του νέου οργανισμού. Ο ζυγώτης διαιρείται μιτωτικά και φθάνει στην κοιλότητα της μήτρας μετά από 4-5 ημέρες, οδηγούμενος από το κροσσωτό επιθήλιο της σάλπιγγας.

Δύο είδη ανθρώπινων σπερματοζωαρίων Χ και Υ (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Η γονιμοποίηση, ως διεργασία, επιτρέπει την εξασφάλιση γενετικής ποικιλομορφίας στο κάθε βιολογικό είδος, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, δεδομένου ότι τα μισά χρωμοσώματα προέρχονται από τον πατέρα και τα μισά από τη μητέρα. Μέσα σε κάθε χρωμόσωμα εμπεριέχονται πολλοί κληρονομικοί παράγοντες που ονομάζονται γονίδια, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους και είναι υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα κληρονομούμενα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι και το φύλο του εμβρύου, το οποίο καθορίζεται κατά τη γονιμοποίηση, ανάλογα με το είδος σπερματοζωαρίου που γονιμοποιεί το ωάριο. Η γονιμοποίηση από σπερματοζωάριο που φέρει το χρωμόσωμα Χ θα δημιουργήσει ένα έμβρυο ΧΧ (θήλυ) ενώ η γονιμοποίηση από σπερματοζωάριο που φέρει χρωμόσωμα Υ θα δημιουργήσει ένα έμβρυο ΧΥ (άρρεν).

Ο όρος αυλάκωση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πρώτες γρήγορες μιτωτικές διαιρέσεις του ζυγώτη.

Η διαίρεση του ζυγώτη σε δύο θυγατρικά κύτταρα, που ονομάζονται βλαστομερίδια, αρχίζει μετά τη γονιμοποίηση. Οι επόμενες διαιρέσεις σχηματίζουν ολοένα και μικρότερα βλαστομερίδια. Κατά την αυλάκωση, τα βλαστομερίδια γίνονται διαδοχικά 2, 4, 8…

>Έμβρυο 2, 4 & 8 κυττάρων (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Έμβρυο 2, 4 & 8 κυττάρων (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Τα στάδια της αυλάκωσης του ζυγώτη μέχρι το σχηματισμό της βλαστοκύστης.
Α. Στάδιο 2 κυττάρων
Β. Στάδιο 4 κυττάρων
Γ. Στάδιο 8 κυττάρων
Δ. Μορίδιο
Ε. Πρώιμη βλαστοκύστη
Ζ. Όψιμη ή διογκωμένη βλαστοκύστη (Προβλαστοκύστη)

Το στάδιο της αυλάκωσης ακολουθείται από το στάδιο του μοριδίου. Το μορίδιο είναι στάδιο της πρώιμης εμβρυϊκής ανάπτυξης κατά το οποίο τα βλαστομερίδια σχηματίζουν μια συμπαγή μάζα που ομοιάζει με μούρο. Στη συνέχεια εκβάλλεται υγρό στο διάστημα μεταξύ των κυττάρων και δημιουργείται μια κοιλότητα, που ονομάζεται βλαστοκήλη. Με τη δημιουργία της κοιλότητας αυτής το έμβρυο φθάνει στο στάδιο της βλαστοκύστης. Τα κύτταρα συνεχίζουν να διαιρούνται και διατάσσονται σε δύο περιοχές: ένα έκκεντρο άθροισμα κυττάρων, που ονομάζεται έσω κυτταρική μάζα, ή εμβρυοβλάστη, από την οποία θα εξελιχθεί το κυρίως έμβρυο και μέρος των εξωεμβρυικών ιστών όπως το χόριο και μια στοιβάδα κυττάρων που περιβάλλει την κοιλότητα της βλαστοκύστης (έξω κυτταρική μάζα, ή τροφοβλάστη), από την οπόια θα σχηματισθεί ο πλακούντας.

Α. Μορίδιο (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).
Β. Διογκωμένη βλαστοκύστη. Η κοιλότητα της βλαστοκύστης έχει μεγαλώσει.
Η διαφανής ζώνη έχει λεπτυνθεί. Στο άνω μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται η έσω κυτταρική μάζα (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).
Γ. Μορίδιο με κοιλότητα (προβλαστοκύστη). Διακρίνεται η αρχική κοιλότητα που δημιουργείται μεταξύ των βλαστομεριδίων (αρχείο ΕΥΓΟΝΙΑΣ).

Η βλαστοκύστη περιβάλλεται ακόμη από την διαφανή ζώνη και ο συνολικός όγκος του εμβρύου παραμένει σταθερός. Ωστόσο, καθώς η κοιλότητα της βλαστοκύστης αυξάνεται, με συνέπεια τη διόγκωσή της, η διαφανής ζώνη προοδευτικά εξασθενεί και λεπτύνεται (5η ημέρα). Το φαινόμενο αυτό επιτείνεται και λόγω της έκκρισης ενζύμων από τα βλαστομερίδια της τροφοβλάστης, οπότε η διαφανής ζώνη τελικώς ρήγνυται: το έμβρυο εκκολάπτεται, αποσπάται δηλαδή εντελώς από τη διαφανή ζώνη (6η ημέρα) και η τροφοβλάστη αποκαλύπτεται, επιτρέποντας έτσι την προσκόλληση του εμβρύου στην επιφάνεια του ενδομητρίου.

A. Εκκολαπτόμενη βλαστοκύστη. Από τη διανοιγμένη διαφανή ζώνη η βλαστοκύστη εκκολάπτεται (αρχείο Ευγονίας)

Όταν η βλαστοκύστη φθάσει στην κοιλότητα της μήτρας τα κύτταρά της έχουν ήδη διαφοροποιηθεί σε εμβρυοβλάστη και τροφοβλάστη και έχει επέλθει η εκκόλαψη. Ακολουθεί η εμφύτευση, δηλαδή η διεργασία προσκόλλησης και εγκατάστασης (ή εμφώλευσης) του εμβρύου στο ενδομήτριο.

Το έμβρυο επιλέγει το σημείο εμφύτευσης στην κοιλότητα της μήτρας, προσκολλώμενο στις αδενικές κρύπτες του ενδομητρίου. Η εμφύτευση συνήθως γίνεται στο πρόσθιο ή στο οπίσθιο τμήμα του πυθμένα της μήτρας. Μετά την προσκόλλησή του στο ενδομήτριο, το έμβρυο εμφυτεύεται με τη βοήθεια της τροφοβλάστης, η οποία εκκρίνει ένζυμα και διαβρώνει τα κύτταρα του επιθηλίου. Η διείσδυση αυτή διαρκεί μέχρι 4 ημέρες και το έμβρυο τελικά καλύπτεται πλήρως από το ενδομήτριο.

Η διεργασία της εμφύτευσης αρχίζει 1-2 ημέρες μετά την είσοδο του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα, περίπου την 18η -19η ημέρα του κύκλου. Μετά την είσοδό της στην κοιλότητα της μήτρας, η βλαστοκύστη παραμένει αιωρούμενη για περίπου 1-2 ημέρες, αναμένοντας μηνύματα για την κατάλληλη θέση εμφύτευσης στο ενδομήτριο.

Διαδικασία εμφύτευσης
Α. Το έμβρυο προσκολλάται στην επιφάνεια του ενδομητρίου
Β. Διεισδύει στο επιθήλιο καθοδηγούμενο από την κυτταροτροφοβλάστη
Γ. Εγκαθιστά ένα τροφοβλαστικό στρώμα στο φθαρτό

Προηγείται η παραγωγή του πρώιμου γονιμοποιητικού παράγοντα, ο οποίος αρχικά παράγεται από την ωοθήκη. Μετά την εμφύτευση, ο παράγοντας αυτός παράγεται από το κύημα. Έχει ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες και παίζει σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση και στην ανάπτυξη των ενδομητρικών κυττάρων.

Οι ιδανικές συνθήκες εμφύτευσης που δημιουργούνται διατηρούνται για ορισμένο χρονικό διάστημα, αποτελώντας το λεγόμενο «παράθυρο εμφύτευσης». Κύριο ρόλο σ’ αυτή τη διεργασία παίζουν τα στεροειδή της ωοθήκης και ιδιαίτερα τα οιστρογόνα.

Βασικό ρόλο παίζουν ακόμη ουσίες, όπως η ισταμίνη και οι προσταγλανδίνες, οι οποίες αυξάνουν τη διαπερατότητα των αγγείων, με αποτέλεσμα την είσοδο στην περιοχή του ενδομητρίου ουσιών που ευνοούν την αγγειογένεση. Σημαντικό ρόλο επίσης διαδραματίζουν διάφοροι αυξητικοί παράγοντες, οι οποίοι έχουν θετική επίδραση στον πολλαπλασιασμό και στη διαφοροποίηση των ενδομητρικών κυττάρων. Τέλος, η παρουσία στην περιοχή της εμφύτευσης κυτταροκινών και της πλακουντιακής πρωτεΐνης 14 (PP14), παίζει σημαντικό ρόλο στην καταστολή του ανοσολογικού μηχανισμού της μητέρας.

Μετά την εμφύτευση, η αγγείωση του ενδομητρίου αυξάνει ιδιαίτερα στη περιοχή της εμφυτευμένης βλαστοκύστης. Εάν οι συνθήκες του ενδομητρίου δεν είναι οι ιδανικές για την εμφύτευση, η βλαστοκύστη αποβάλλεται απο τη μήτρα και η γυναίκα δεν μαθαίνει ποτέ οτι συνέλαβε.

Η τροφοβλάστη συνεχίζει να εισβάλλει στο ενδομήτριο, με συνέπεια το έμβρυο να εμφωλεύεται ολοένα και βαθύτερα. Κατά τη διεργασία αυτή, τα κύτταρα της τροφοβλάστης πολλαπλασιάζονται και η ίδια χωρίζεται σε δύο τμήματα: την κυτταροτροφοβλάστη και τη συγκυτιοτροφοβλάστη, μέσα στην οποία εμφανίζονται μικρές κοιλότητες που γεμίζουν με αίμα προερχόμενο από τα μητρικά αγγεία και από εκκρίσεις των διαβρωμένων ενδομητρικών αδένων.

Μικρές κοιλότητες αρχίζουν να σχηματίζονται επίσης, ανάμεσα στην έσω κυτταρική μάζα και την τροφοβλάστη. Στη συνέχεια, αυτές ενώνονται και δημιουργούν την αμνιακή κοιλότητα.

Τα σήματα της εμφύτευσης προκαλούν αυξημένη υποφυσιακή έκκριση LH, η οποία διεγείρει τα κοκκιώδη κύτταρα του ωχρού σωματίου. Επίσης η χοριακή γοναδοτροπίνη που εκκρίνεται από την τροφοβλάστη (τον υποτυπώδη πλακούντα) διεγείρει το ωχρό σωμάτιο και προκαλεί έκκριση προγεστερόνης, η οποία συνεχίζεται περίπου έως τη 10η εβδομάδα της κυήσεως. Η διεργασία της εμφύτευσης περιλαμβάνει σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ του εμβρύου και των κυττάρων του ενδομητρίου.

Προϋποθέσεις εμφύτευσης

Οι σημαντικότερες προυποθέσεις για την επιτυχή διεργασία της εμφύτευσης είναι:

  • ο συγχρονισμός της πρώιμης εμβρυικής ανάπτυξης και της υποδεκτικότητας του ενδομητρίου,
  • η αποφυγή των ανοσολογικών αντιδράσεων της μήτρας προς το αλλοάνοσο έμβρυο,
  • η αύξηση της ροής αίματος στην περιοχή της εμφύτευσης σε συνδυασμό με την αυξημένη αγγειογένεση
  • η ελεγχόμενη διείσδυση της τροφοβλάστης.

«Ευγονία» - Μονάδα Εξωσωματικής Γονιμοποίησης
Κωσταντίνου Βεντήρη 7 (HILTON), 115 28 Αθήνα

  • Email: info@eugonia.com.gr
  • Τηλ.: 210 723 6333
  • Fax: 210 721 3623

Μέλος σε:
eshre asrm esge

Google Reviews
Covid
Η μονάδα μας λειτουργεί με βάση λεπτομερές πρωτόκολλο ασφαλείας, τηρώντας όλα τα μέτρα προστασίας σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ και της ΕΑΙΥΑ όσον αφορά τον Covid-19

Φωτογραφικό υλικό

© Copyright 2025 «Ευγονία» - Μονάδα Εξωσωματικής Γονιμοποίησης στην Αθήνα Ανάπτυξη εφαρμογής NetValue. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Menu